Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

Μονεμβασιά: η βυζαντινή καστροπολιτεία

 
«Νησίον επικείμενον τη Λακωνική, νησίον υψηλόν και επίμηκες και απότομον και της θαλάττης ικανώς υπερκείμενον και φιλονικούν ως προς τον αιθέρα, και πανταχόθεν περιειλημμένον κρημνοίς ορθίοις και άβατοις…»



       ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ
Η ιστορία της βυζαντινής καστροπολιτείας


          από το βιβλίο "Μονεμβασιά" του Υπουργείου Πολιτισμού΄
        επιμέλεια -διασκευή Θάνος Δασκαλοθανάσης

          Σύμφωνα με το Χρονικό της Μονεμβασιάς (γραμμένο πριν το 932) η πρώτη κατοίκηση της Μονεμβασιάς αναφέρεται στα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ. και ειδικότερα στο έκτο έτος της βασιλείας του αυτοκράτορα Μαυρικίου (587/588), όταν λόγω της επέλασης των Σλάβων στην Πελοπόννησο κάποιοι Σπαρτιάτες εγκατέλειψαν την πόλη τους και κατέφυγαν σε δύσβατον τόπον παρά τον της θαλάσσης αιγιαλόν … και πόλιν οχυράν οικοδομήσαντες και Μονεμβασίαν ταύτην ονομάσαντες διά το μίαν έχειν των εν αυτώ εισπορευομένων την είσοδον…
        Το Χρονικό όμως αυτό, σύμφωνα με τους μελετητές περιέχει αυθαίρετες εκτιμήσεις διότι οι καταστροφές λόγω των σλαβικών επιδρομών και οι μετακινήσεις επισημαίνονται μετά τα μέσα του 7ου αιώνα.
          Η αναφορά του μητροπολίτη Κιέβου Ισιδώρου (κείμενο του 15ου αιώνα) προς τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τοποθετεί τη μετοικεσία των Σπαρτιατών στη Μονεμβασία, η οποία το μέχρι τότε μηδεμίαν εσχηκός οίκησιν, αλλ΄ ούδε του της Μονεμβασίας μεταλαχόν ονόματος, επί των ημερών του Ιουστινιανού του Μεγάλου. Είναι γεγονός ότι στη νησίδα της Μονεμβασιάς δεν έχουν βρεθεί ίχνη κατοίκησης παλιότερα του 6ου αιώνα. Συνεπώς η δεύτερη χρονολόγηση του Ισιδώρου είναι και η επικρατέστερη.
         Θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό ότι, για την υποστήριξη και εξασφάλιση των θαλάσσιων επικοινωνιών του ανατολικού τμήματος της βυζαντινής αυτοκρατορίας με περιοχές της Ευρώπης, αλλά και λόγω των πολέμων του Ιουστινιανού με τους Γότθους στη Δύση, προωθήθηκε από την κεντρική εξουσία σχέδιο εποικισμού της Μονεμβασίας στο πλαίσιο του σχεδίου οργάνωσης των πόλεων που εφήρμοσε ο Ιουστινιανός. Ή ανάγκη ενός λιμανιού στο δρόμο προς τη Δύση θα πρόεκυψε όταν, όπως αναφέρει ο Προκόπιος, ο στόλος τους Βελισάριου προσόρμισε στο λιμάνι της Καινούπολης, κοντά στο Γερολιμένα.
           Αρχαιολογικά τεκμήρια που υποστηρίζουν την άποψη του εποικισμού της Μονεμβασίας στα χρόνια του Ιουστινιανού μπορούν να θεωρηθούν τα ακόλουθα:
 
-Aρχιτεκτονικά κυρίως γλυπτά παλαιοχριστιανικών χρόνων που όμως θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι μετεφέρθησαν από άλλες περιοχές
-Έχει υποστηριχτεί ότι σε παλιότερες αναστηλωτικές εργασίες στη πάνω πόλη προέκυψαν ευρήματα των μέσων του 6ου αιώνα, αλλά δεν έχει υπάρξει ακόμα επιβεβαίωση.
-Ενδείξεις ότι ο ναός του Ελκομένου Χριστού ανεγέρθη στα παλαιοχριστιανικά χρόνια ομοίως χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης
- Τα πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα, τμήματα πήλινων λύχνων και μεγάλος αριθμός οστράκων από αποθηκευτικά αγγεία του 6ου πιθανώς αιώνα μπορούν να θεωρηθούν τεκμήρια πρώιμης εγκατάστασης στη νησίδα.
             
         Τα χρόνια μετά τα μέσα του 7ου και εκείνα του 8ου αιώνα υπήρξαν δύσκολα «σκοτεινά» και δυσερμήνευτα. Πολλές πόλεις της Πελοποννήσου παρήκμασαν και σ΄ αυτό συνέβαλαν εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες. Η κάθοδος των Σλάβων, η εικονομαχία, φυσικές καταστροφές και επιδημίες, η αναστάτωση στην ανατ. Μεσόγειο συνεπεία της αραβικής εμφάνισης.
        Η πόλη και το λιμάνι της Μονεμβασιάς θα πρέπει όμως να αναπτύχθηκε γρήγορα όπως αναφέρεται από ιστορικούς διαφόρων εθνικοτήτων που πιστοποιούν τη σημασία του λιμανιού της ως σταθμού είτε σε προσκυνηματικά ταξίδια στους Αγίους Τόπους είτε γενικότερα σε εμπορικά ταξίδια στην Ανατολή.
        Η πρώτη ελληνική πηγή που μνημονεύει τη Μονεμβασία είναι ο ιστορικός Θεοφάνης το 746, όταν αναφέρεται σε φοβερό λοιμό, ο οποίος έφθασε στην Ελλάδα από τη Σικελία και την Καλαβρία διά μέσου της Μονεμβασίας και από κει διαδόθηκε στο Αιγαίο και στην Κωνσταντινούπολη. Σπουδαία πρόσωπα που αντικατοπτρίζουν την ευρωστία και τη σημασία της πόλης εμφανίζονται και καλούντα να διαδραματίσουν ρόλο στα πράγματα της αυτοκρατορίας, όπως ο επίσκοπος Μονεμβασίας Πέτρος, που καλείται το 787 να παρακολουθήσει την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Σε αραβική μετάφραση σώζεται η διήγηση του επισκόπου Μονεμβασίας Παύλου για τα θαύματα των αγίων Ιωάννη και Κύρου, όπου μαρτυρείται λεηλασία της πόλης από Σαρακηνούς στα τέλη του 9ου αιώνα.
        Οι κατακτήσεις των Αράβων από τα μέσα του 7ου αιώνα στη Μεσόγειο (Συρία και Αίγυπτος) είχαν κατορθώσει όχι μόνο να αποκόψουν πολλά κέντρα πολιτισμού όπως την Αλεξάνδρεια, αλλά και να στερήσουν από σημαντικά στρατιωτικά ερείσματα τη βυζαντινή αυτοκρατορία μετά την κατάκτηση της Κρήτης (823-827) και της Σικελίας (827). Προέκυψαν σοβαρά προβλήματα ναυσιπλοΐας από την υποχώρηση της βυζαντινής κυριαρχίας αλλά και από τις λεηλασίες στα παράλια. Κατόπιν όμως έντονων στρατιωτικών επιχειρήσεων και με τη λήψη διοικητικών, νομοθετικών και οικονομικών μέτρων των αυτκρατόρων της μακεδονικής δυναστείας, σταδιακά και από τον 9ο αιώνα θα υπάρξει ανάκαμψη του κράτους που θα κορυφωθεί σε όλους τους τομείς το 10ο αιώνα. Η επικράτηση και στις θάλασσες θα καταστήσει το Βυζάντιο κυρίαρχη δύναμη στη Μεσόγειο γεγονός που θα ωφελήσει το εμπόριο Ανατολής- Δύσης. Θα ακολουθήσει ανάπτυξη αστικών οικονομικών δραστηριοτήτων σε συνδυασμό με πολεοδομική επέκταση σημαντικών πόλεων του κράτους, όπως της Θεσσαλονίκης, της Θήβας, των Πατρών αλλά και της Σπάρτης.
           Η Μονεμβασία θα ακμάσει λόγω της στρατηγικής της θέσης και θα βρεθεί στο επίκεντρο των εμπορικών αγορών της εποχής αφού όπως αναφέρεται στο βίο της Οσίας Μαρίας που έγραψε ο επίσκοπος Παύλος, στα μέσα του 10ου αίωνα Μονεμβασίτες έμποροι συναλλάσσονταν στις αγορές της Θεσσαλονίκης. Άλλη θρησκευτική πηγή, ο βίος του αγίου Θεοδώρων Κυθήρων, αναφέρει ότι την ίδια ώρα το λιμάνι της Μονεμβασίας αποτελούσε τη βάση του βυζαντινού στόλου.
          O Άραβας γεωγράφος Εδρισή (1153) και ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης (12ος -13ος αιώνας) μας πληροφορούν σποραδικά αλλά με ενάργεια ότι η ανάπτυξη της Μονεμβασιάς συνεχίζεται τον 11ο και 12ο αιώνα. Είναι πόλη ισχυρή, γερά οχυρωμένη και διαθέτει στόλο ικανό να αποκρούσει τη μεγάλη επίθεση των Νορμανδών το 1147, ενώ άλλες πόλεις όπως η Θήβα, η Κόρινθος, η Κέρκυρα υπέστησαν μεγάλες καταστραφές. Εξαιτίας αυτού ίσως ο μετέπειτα μητροπολίτης Κιέβου Ισίδωρος με θριαμβικό ύφος χαρακτηρίζει τη Μονεμβασία του 12ου αιώνα ως κυρίαρχο της Μεσογείου: η θαλασσοκρατήσασα πάσης σχεδόν της εντός Ηρακλείων στηλών θαλάσσης άνωθεν.
          Οι Μονεμβασίτες σε αυτό το χώρο εμπορεύονται προϊόντα της νότιας Πελοποννήσου, όπως ο Μονεμβάσιος οίνος, ελιές, εξαιρετικό λάδι που το στέλνουν στην Πόλη και θεωρείται το σπουδαιότερο προϊόν της χερσονήσου της Μάνης ήδη από τα χρόνια του Κων/νου Πορφυρογέννητου (913-959), ενώ στο Βίο και στη Διαθήκη του Όσιου Νίκωνα(10ος αι.) υπάρχει εκτενής αναφορά σε αυτήν.
        Στα χρόνια των Κομνηνών το Βυζάντιο αναδιοργανώνεται στρατιωτικά και πολιτικά και ακμάζει και πάλι με χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής τις στενές σχέσεις με τη Δύση. Τότε αναπτύχθηκαν νέες αγορές, αλλά και αναδείχθηκαν στο θαλάσσιο εμπόριο πόλεις της Ιταλίας, κυρίως η Πίζα, η Βενετία, η Γένουα που ανταγωνίζονταν τη Μονεμβασιά. Οι Ιταλοί έμποροι πέτυχαν να εξασφαλίσουν προνόμια σε πόλεις και βυζαντινά λιμάνια με εξαίρεση τη Μονεμβασιά λόγω της στρατηγικής και εμπορικής της σημασίας.
         Με ενετικά πλοία πέρασαν οι Σταυροφόροι το 1203 ανοικτά της πόλης με προορισμό τη Κωνσταντινούπολη χωρίς κανένας να γνωρίζει τότε το κακό που θα γινόταν. Αρκετά χρόνια από την λεηλασία και τη μοιρασιά των εδαφών της αυτοκρατορίας από τους Σταυροφόρους το 1248, η Μονεμβασία παραδόθηκε από τους άρχοντές της (Παύλο Μαμωνά, Γεώργιο Δαιμονογιάννη, Ιωάννη Σοφιανό) στον Φράγκο ηγεμόνα του πριγκιπάτου της Αχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο. Προηγήθηκε μακρά και επίπονη πολιορκία της πόλης από την ξηρά και αποκλεισμός από τη θάλασσα με ενετικά πλοία και αφού η κατάσταση μέσα στο Κάστρο, όπως λέει το Χρονικό του Μορέως, είχε γίνει δεινή, οι Μονεμβασίτες συμβίβασιν εξεζήτησαν, εξασφαλίζοντας κάποια προνόμια και φοροαπαλλαγές. Άλλωστε το λιμάνι και οι δραστηριότητές τους ήταν χρήσιμα στους Φράγκους, που είχαν ολοκληρώσει σχεδόν της κατάληψη της Πελοποννήσου και άρχιζαν να χτίζουν κάστρα για την ενίσχυση της εξουσίας τους, όπως τον Μυστρά το 1249.
           Η Μονεμβασία επανήλθε στη βυζαντινή κατοχή το 1262, λίγο μετά την ανάκτηση της Πόλης από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο. Ο αυτοκράτωρ έστειλε εκεί με γενουατικά πλοία τον αδερφό του σεβαστοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον παρακοιμώμενο Μακρινό, και τον Μέγα Δομέστικο Αλέξιο Φιλή για να παραλάβουν τα κάστρα της Μονεμβασιάς, του Μυστρά, της Μάνης, του Γερακίου, που ο αιχμάλωτος Βιλλεαρδουίνος, μετά τη μάχη της Πελαγονίας, είχε παραδώσει για να απελευθερωθεί.
          Στην Μονεμβασιά εγκαταστάθηκε αρχικά η «κεφαλή» της βυζαντινή διοίκησης της Πελοποννήσου, το 1289 όμως μεταφέρθηκε στον Μυστρά που κατόπιν έγινε και η έδρα του δεσποτάτου του Μυστρά. Η Μονεμβασιά που ήταν το μεγάλο λιμάνι του Δεσποτάτου, της Δεσποτείας σέμνωμα κατά το Γεώργιο Παχυμέρη (13 ος αι.) ευνοήθηκε με προνόμια από προνόμια από τον αυτοκράτορα στα πλαίσια μέτρων που έλαβε για την εκκλησιαστική και πολιτική αναδιοργάνωση του κράτους. Τα λιμάνια της Πελοποννήσου (Μεθώνη, Κορώνη, Πύλος, Γλαρέντζα, Πάτρα,Ναύπλιο) τα είχαν Ενετοί και Φράγκοι. Με σκληρό όμως ανταγωνισμό εξαιτίας και της ανόδου των ιταλικών πόλεων που διεκδικούσαν μερίδιο στους ναύλους, η Μονεμβασιά ζητούσε περαιτέρω ενίσχυση.
          Οι διάδοχοι του Μιχαήλ με διορατικότητα παραχώρησαν έδωσαν επιπλέον προνόμια με χρυσόβουλα τους. Το 1284 ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος με χρυσόβουλλό του θέσπισε διοικητικές ρυθμίσεις αυτονομίας, φορολογική ατέλεια κτηματικής περιουσίας και απαλλαγή από το «κομμέρκιο» (φόρος αγοραπωλησίας εντός της πόλεως), προκειμένου να διατίθεται ο φόρος για το κτίσιμο και τη συντήρηση των τειχών και την άμυνα της πόλης. Το όνομα του Ανδρόνικου Β΄ συνδέθηκε ιδιαίτερα με τη Μονεμβασιά, την οποία και πιθανότατα επισκέφθηκε στα 1300. Στο προοίμιο του χρυσόβουλου του 1301 ο αυτοκράτωρ εκθειάζει τον πλούτο τη δραστηριότητα και το φρόνημα των κατοίκων της πόλης. Από το εγκώμιό του για το περιώνυμο άστυλ διαφαίνεται οι Μονεμβασίτες για το ευεμπορώτατον, ικανόπλοον και θαλαττουργόν αλλά και για το ότι η πόλη είχε αποκτήσει αστικό χαρακτήρα με πλήθος οικητόρων και πολυολβία και πολιτείας ευγένεια και τεχνών ασκήσεις και αγοράς δαψίλεια πάντων πάσα. Το πολυτελές χρυσόβουλο του 1301 (Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών) διακοσμείται με τη μορφή του ευσεβούς αυτοκράτορα που με επισημότητα το παραδίδει στον Κύριο (πιθανώς προστάτη της Μονεμβασιάς, όπου και ο ομώνυμος μητροπολιτικός ναός του Ελκομένου Χριστού) ανανέωσε προνόμια και όριζε την τον προβιβασμό της μητρόπολης Μονεμβασιάς σε ανώτερη θέση.
 
Χρυσόβουλλο Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου .
Ο αυτοκράτωρ παραδίδει στο Χριστό τα επίσημα έγγραφα που κατοχυρώνουν τα προνόμια της Μονεμβασιάς.
Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών
 
            Με την υποστήριξη της Κωνσταντινούπολης αλλά και με τα αργυρόβουλα των δεσποτών του Μυστρά η Μονεμβασιά ανέκτησε έδαφος και με ισχυρό στόλο επέκτεινε τη δραστηριότητά της σε νέες αγορές, σε λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας , σε συνεργασία με την παροικία της, τις Πηγές, κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Προσπορίζοντας πλούτο και δύναμη για τον εαυτός της και την ευρύτερη περιοχή του Δεσποτάτου Μορέως παρείχε, μέσα σε σκληρό ανταγωνισμό με τους Βενετούς και Γενουάτες, το ύστατο μεγαλείο στη δύουσα Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
      Η έντονη ανάπτηξη των τεχνών και γραμμάτων στον Μυστρά, κάτω από τη διοίκηση των εξόχως καλλιεργημένων αυτοκρατορικών γόνων που συγκέντρωσαν φημισμένους λόγιους γύρω τους (Πλήθωνα, Ιωάννη Ευγενικό, Βησσαριώνα κ.ά.), η φροντίδα και η παρουσία των ιδιων των αυτοκρατόρων στην Πελοπόννησο (Ιωάννη Στ΄ Καντακουζηνού, Μανούλη Β΄ Παλαιολόγου και Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου) αλλά και οι στενές σχέσεις των Μονεμβασιτών με τη Βασιλεύουσα, όπου ζούσαν και δραστηριοποιούνταν σπουδαίοι Μονεμβασίτες (ο λογιος ιερομόναχος Ισίδωρος, ο Γεώργιος Φραντζής κ.ά.), συνέβαλαν και προώθησαν στην ύπαρξη πνευματικής ζωής στο μεγάλο λιμάνι. Εδώ σπούδασαν και αναδείχτηκαν σπουδαία πρόσωπα όπως ο Φώτιος, μετέπειτα μητροπολίτης Ρωσίας (1408), αλλά και ο προαναφερθείς Ισίδωρος, μητροπολίτης Κιέβου. Στη δεύτερη δεκαετία του 15ου αιώνα ο Νικόλαος Ευδαιμογιαννάκης ήταν ο πλουσιότερος και ισχυρότερος άνδρας της Πελοποννήσου, ο οποίος έχοντας εξαίρετη μόρφωση και γνωρίζοντας πολλές γλώσσες ανέλαβε τη διπλωματική εκπροσώπηση του Μανουήλ Β΄ αλλά και του γιου του, Θεόδωρου Β, δεσπότη του Μυστρά, σε πολύχρονα ταξίδια στη Δύση και στην Ανατολή.
         Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης και της Πελοποννήσου και του Μυστρά το 1460 , η Μονεμβασία, μόνη μπροστά στην τουρκική απειλή, επέλεξε να παραδοθεί στον Πάπα Πίο Β΄ το 1460. Η παπική κυριαρχία κράτησε μόλις τρία χρόνια γιατί όταν ξέσπασε ο ενετοτουρκικός πόλεμος η Μονεμβασιά προτίμησε τους Ενετούς. Από την περίοδο της Α΄ Ενετοκρατίας ( 1463-1540) αρχίζει η παρακμή κάτω από την ξενική κυριαρχία και με την τουρκική παρουσία σε Πελοπόννησο και στην Ανατολή.
          Οι Ενετοί λόγω των νέων απαιτήσεων της πολεμικής τέχνης με τη χρήση της πυρίτιδας, αλλά και της σημασίας της Μονεμβασιάς, πραγματοποίησαν έργα ενίσχυσης της αμυντικής της ικανότητας. Ακόμη χτίστηκαν ορισμένα δημόσια κτίρια στην πάνων πόλη, όπως το μέγαρο του Προβλεπτή, και καθολικές εκκλησίες στην κάτω πόλη. Ωστόσο η πίεση της καθολικής εκκλησίας, η παραβίαση των εκκλησιαστικών δικαιωμάτων των Ορθοδόξων, η εγκατάσταση καθολικού επισκόπου μετά την εκδίωξη του ορθόδοξου μητροπολίτου, οι οικονομικές πιέσεις των Βενετών και η επακόλουθη οικονομική κάμψη, κατέστησαν μισητούς τους κατακτητές και έκρυθμες τις μεταξύ των δύο κοινοτήτων σχέσεις.
        Το 1540 αρχίζει η Α΄ περίοδος της Τουρκοκρατίας για τη Μονεμβασιά. Πολλοί κάτοικοι κατέφυγαν με τα πλοία τους και τα υπάρχοντά τους στα Ιόνια νησιά και στην Κύπρο, ενώ άλλοι πήγαν στη Βενετία, γεγονός που στέρησε την πόλη από δυναμικό αστικό πληθυσμό. Οι Τούρκοι με δέος κατέλαβαν την άλλοτε θαλασσοκράτειρα πόλη. Η παραχώρησή τους από μέρους τους παλαιών προνομίων και η επιστροφή ορισμένων Μονεμβασιτών έδωσε τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθεί και πάλι στη θάλασσα αλλά και να αναδειχτούν αξιόλογες προσωπικότητες, λόγιοι μητροπολίτες με σθεναρό φρόνημα. Οι Τούρκοι έκαναν οχυρωματικά έργα και έχτισαν τζαμιά, μεταξύ των οποίων και το τζαμί που σήμερα στεγάζει η Αρχαιολογική Συλλογή.
         Το 1690 οι Βενετοί που πάντα εποφθαλμιούσαν το λιμάνι, ανακατέλαβαν τη Μονεμβασιά. Η β΄περίδος της Ενετοκρατίας υπήρξε για την Πελοπόννησο ιδιαίτερα σκληρή για την επιβολή του Καθολικισμού και της ιταλικής γλώσσας, ωστόσο για τα ενετικά συμφέροντα η κατάσταση στη Μονεμβασιά ήταν ηπιότερη.
         Στον επόμενο ενετοτουρκικό πόλεμο η Μονεμβασιά παραδόθηκε στους Τούρκους έναντι αμοιβής οι οποίοι φέρθηκαν ιδιαίτερα σκληρά στον πληθυσμό. Ο επαναστατικός ξεσηκωμός του 1770, γνωστός ως Ορλωφικά, που απέτυχε οικτρά λόγω της ρωσικής εγκατάλειψης, είχε δυσμενείς επιπτώσεις (καταστροφές , λεηλασίες) και στη Μονεμβασιά λόγω της συμμετοχής πολλών κατοίκων της.
         Στην μεγάλη επανάσταση του 21 ο Μονεμβασίτες ήταν πλέον χωρίς πλούτο και πλοία λόγω των αλλεπάλληλων ξενικών κατοχών και της αλβανικής λεηλασίας.
       Στα νεότερα χρόνια η Μονεμβασιά είχε την ίδια τύχη με τις άλλες καστροπολιτείες και παρέμεινε ένας μικρός θαλάσσιος οικισμός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου