Δευτέρα 11 Ιουλίου 2016

Μεγάλοι επιστήμονες του Βυζαντίου: Ιωάννης Φιλόπονος (490-570)


 Δρ Ε. Θεοδοσίου
Αστροφυσικός
Αναπληρωτής Καθηγητής
Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θετικών Επιστημών
Τμήμα Φυσικής ΕΚΠΑ





Ο μονοφυσίτης λόγιος Ιωάννης ο Φιλόπονος ήταν χριστιανός εκκλησιαστικός συγγραφέας, φιλόσοφος, γραμματικός, μαθηματικός, φυσικός, αστρονόμος και ένας από τους πιο διακεκριμένους επιστήμονες του πρώτου μισού του 6ου αιώνα στο Βυζάντιο. Ο Ιωάννης, μια μεγάλη φιλοσοφική και πνευματική διάνοια του Βυζαντίου,επονομάστηκε Φιλόπονος, που κυριολεκτικά στην ελληνική γλώσσα σημαίνει ο εραστής του κόπου, λόγω της συνεχούς ενασχόλησής του με την κοπιώδη μελέτη τωνβιβλίων και της φιλοσοφίας. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, πιθανότατα να ονομάστηκε Φιλόπονος επειδή ανήκε στην αίρεση των φιλοπόνων μονοφυσιτών. Είναι επίσης γνωστός ως ο Ιωάννης της Αλεξανδρείας, επειδή σπούδασε στη Σχολή της Αλεξάνδρειας, κοντά στον νεοπλατωνικό φιλόσοφος Αμμώνιο.

Ιωάννης  Φιλόπονος 
 

        Ως φιλόσοφος θεωρείται ένας από τους κυριότερους υπέρμαχους των χριστιανικών δογμάτων για τον σύμπαντα κόσμο και πολέμιος των αντίστοιχων αριστοτελικών δοξασιών. Πράγματι, σύμφωνα με τον Μανώλη Καρτσωνάκη:  
Ήγειρε ενστάσεις σε καίρια σημεία των αριστοτελικών αρχών για τη φύση όπου η χριστιανική του παιδεία συναρμοσμένη με τον νεοπλατωνικό προσανατολισμό της αλεξανδρινής Σχολής που φοιτούσε συγκρουόταν με το αριστοτελικό πρότυπο1 .
       Η ζωή, η πνευματική σταδιοδρομία και το έργο του Φιλόπονου συνδέονται πολύ με την πόλη της Αλεξάνδρειας και την Αλεξανδρινή Νεοπλατωνική Σχολή της, αφού για πολλά χρόνια χρημάτισε, όπως ήδη αναφέραμε, μαθητής του νεοπλατωνικού φιλόσοφου Αμμώνιου, ο οποίος ήταν μαθητής του Πρόκλου στην Αθήνα και στη συνέχεια ηγήθηκε της Σχολής της Αλεξάνδρειας.        

         Μολονότι η αριστοτελική - νεοπλατωνική παράδοση ήταν η πηγή των πνευματικών ανησυχιών του, ο Ιωάννης, βαθύς γνώστης των έργων του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, ήταν ο πρωτοπόρος φιλόσοφος, ο οποίος τελικά απομακρύνθηκε από αυτή την παράδοση και προλείανε μέρος του δρόμου που οδήγησε στις νέες προσεγγίσεις των φυσικών επιστημών. Θεωρείται ο πρώτος εκπρόσωπος του χριστιανικού Αριστοτελισμού. Το έργο του άσκησε μεγάλη επίδραση στις φυσικές επιστήμες του Μεσαίωνα, κυρίως σε επιστήμονες και λογίους του βεληνεκούς του Ζαν Μπουριντάν (Jean Buridan de Bethune, 14th c.), του Νικόλ ΝτΟρέμ (Nicol d’Oresme, 1323-1382), του Νικόλαου Κουζάνου (Nicolaus Cusanus, 1401-1464), του Γιοχάνες Κέπλερ (Johannes Kepler, 1571-1630), του Γαλιλαίου (Galileo Galilei, 1564-1642) κ.ά2. (Θεοδοσίου, E., Η εκθρόνιση της u915 Γης, 2007, σελ. 201-207, 255, 283)
    Ο Αλεξανδρινός νεοπλατωνικός χριστιανός φιλόσοφος Ιωάννης ο Φιλόπονος ασχολήθηκε με σειρά θεμάτων, όπως γραμματική, λογική, μαθηματικά, φυσική, ψυχολογία, κοσμολογία, αστρονομία, θεολογία και πολιτική, ενώ συνέγραψε ακόμη και ιατρικές πραγματείες. Ένας πανεπιστήμονας της εποχής του.
     Μολονότι η φήμη του δημιουργήθηκε κυρίως μέσα από τα σχόλιά του στις εργασίες του Αριστοτέλη, ωστόσο στόχευε στην ενδεχόμενη απελευθέρωση της φυσικής φιλοσοφίας από τον περισταλτικό μανδύα του Αριστοτελισμού. 
     Ο Ιωάννης ο Φιλόπονος αναγνώριζε τη σπουδαιότητα της φιλοσοφίας αυτής καθεαυτήν και δεν τη θεωρούσε απλώς ως ένα μέσο για την απόκτηση της χριστιανικής γνώσης. Άλλωστε ήταν ο πρώτος εκπρόσωπος του χριστιανικού Αριστοτελισμού. Ο ίδιος, μετά την Αλεξάνδρεια, δίδαξε στην Κωνσταντινούπολη και αγωνίστηκε κατά των απόκρυφων επιστημών. Το έργο του Περί της του αστρολάβου χρήσεως και κατασκευής ή Περί της του αστρολάβου χρήσεως και τι των εν αυτώ καταγεγραμμένον σημαίνει έκαστον, είναι –μετά την αντίστοιχη πραγματεία του Συνέσιου Κυρήνης– το αρχαιότερο γνωστό πλήρες κείμενο για τον αστρολάβο και μάλιστα περιέχει δικές του πρωτότυπες ιδέες σχετικά με τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων. Σύμφωνα με συνήθεια των αρχών του 19ου αιώνα, το έργο αυτό εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Rhein από τον H. Hase (1839), ενώ στη συνέχεια το μελέτησαν ο Paul Τannery (1888), ο J. D. Drecker (1928), ο Otto Neugebauer (1949) κ.ά.
      Επίσης, ο Ιωάννης ο Φιλόπονος υπομνημάτισε τα Αριθμητικά ή Αριθμητικήν Εισαγωγήν του Νικόμαχου του Γερασηνού, τα οποία εξέδωσε με τον ευρύτερο τίτλο Ιωάννου Γραμματικού Αλεξανδρέως του Φιλοπόνου εις το δεύτερον της Νικομάχου Αριθμητικής Εισαγωγής, ένα έργο πολύ σημαντικό, που κι αυτό εκδόθηκε στη Λειψία (Leipsig) από τον K. Hoche, το 1867.

Οι θέσεις του για τη φυσική και η αντίθεσή του με τον Αριστοτελισμό

     Στο πλατωνικό και αριστοτελικό πνεύμα τροποποίησης της θεωρίας ούτως ώστε να «σώζονται τα φαινόμενα», ο Ιωάννης ο Φιλόπονος προχώρησε και επανερμήνευσε τον όρο ενέργεια όχι ως κατάσταση, αλλά μάλλον ως μια άυλη δραστηριότητα. Με τον ίδιο τρόπο, ο περίφημος αυτός φιλόσοφος υποστήριζε πως η ψυχή –δεδομένου ότι είναι μια άυλη δραστηριότητα στο σώμα– αναγκάζει τη ζωική ύλη του ανθρώπου να είναι θερμή.
     Εξαιτίας της νέας ερμηνείας της ορολογίας του Αριστοτέλη, το φως γίνεται κατανοητό όχι μόνο στατικά, αλλά πλέον ως κάτι δυναμικό. Θεωρούσε ότι η θερμότητα παραγόταν όταν διαθλώνται οι ακτίνες που προέρχονται από τον Ήλιο και θερμαίνουν τον αέρα μέσω της τριβής.
     Η θεωρία της ώθησης θεωρείται συνήθως ως ένα αποφασιστικό βήμα πέρα από την αριστοτέλεια δυναμική, προς μια νέα σύγχρονη θεωρία βασισμένη στην έννοια της αδράνειας. Ο Ιωάννης ο Φιλόπονος παίρνει ως αφετηρία του μια ανεπαρκή αριστοτελική απάντηση σε ένα πρόβλημα που δυσκόλευε τους επιστήμονες για αιώνες: «Γιατί ένα βέλος συνεχίζει να πετά αφότου έχει αφήσει τη χορδή τόξου; Ή ομοίως μια πέτρα αφότου έχει πάψει να είναι σε επαφή με το χέρι που την πετά μακριά;» Ο μεν Αριστοτέλης είχε υποστηρίξει ότι εάν εκσφενδονίσουμε μια πέτρα με το χέρι μας, ή φύγει ένα βέλος από το τόξο, η πέτρα και το βέλος εξακολουθούν να κινούνται –καίτοι δεν βρίσκονται σε επαφή με το χέρι μας ή με τη χορδή του τόξου–, γιατί τόσο το χέρι μας όσο και η χορδή μετέδωσαν δύναμη στον αέρα διά του οποίου κινούνται τόσο η πέτρα όσο και το βέλος, και η δύναμη εξακολουθεί να επιδρά επάνω τους. Ο Φιλόπονος όμως κατέληξε στο συμπέρασμα –σε αντίθεση με τον Αριστοτέλη– ότι κατά την εκσφενδόνιση μεταδίδεται ωθητική δύναμη τόσο επί της
πέτρας όσο και επί του βέλους. Και ακόμα ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα τίποτα για να αποτρέψει την κίνηση που πραγματοποιείται στο κενό. Συνεπώς, ο Φιλόπονος, σύμφωνα με τον Μανώλη Καρτσωνάκη: Αρνήθηκε να αποδεχτεί την αντιπερίσταση ως μια ικανοποιητική επίλυση του προβλήματος της βίαιης κίνησης και αυτό ακριβώς υποκρύπτει την πεποίθησή του για τη δυνατότητα ύπαρξης του κενού. Διότι, όπως φαίνεται και στον Τίμαιο, το κυριότερο πλεονέκτημα της περιωθητικής διαδικασίας ήταν η επανακανονικοποίηση της διασαλευθείσης πυκνότητας του υλικού μέσου ώστε να αποτραπεί η δημιουργία κενού. Όμως πόση ισχύ μπορούσε να έχει ένα τέτοιο επιχείρημα σε ένα θιασώτη της ύπαρξης κενού; (2005, 119)3. 
      Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο Φιλόπονος ήταν ο πρώτος φυσικός που πρότεινε τη διενέργεια ενός πειράματος ώστε να μετρηθεί ο χρόνος πτώσης αντικειμένων με διαφορετικό βάρος. Βεβαίως στην εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ακριβή χρονόμετρα ή ρολόγια με αρκετή ακρίβεια προκειμένου να βγάλει κανείς ποσοτικά συμπεράσματα, προέβλεψε όμως ότι η διαφορά στον χρόνο πτώσης θα ήταν πολύ μικρή. 
      Δυστυχώς, δεν είναι σήμερα γνωστό αν ο ίδιος προχώρησε στην πραγματοποίηση αυτού του πειράματος ή αν περιορίστηκε μόνο στη θεωρητική περιγραφή του. Πάντως ισχυρίστηκε, σωστά, ότι με βάση αυτό το πείραμα αποδεικνύεται πως η κίνηση δεν μεταδίδεται στα αντικείμενα μέσω του αέρα, με το φαινόμενο της αντιπερίστασης, και έδειξε ότι έτσι παύουν να εμφανίζονται οι ασυνέπειες της θεωρίας του Αριστοτέλη. 
     Προχώρησε όμως ακόμη περισσότερο. Διατύπωσε την άποψη ότι το χέρι μας μεταδίδει την κίνηση σε κάθε σώμα που το ωθεί, ένα μέγεθος που μεταγενέστερα ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Μπουριντάν (Jean Buridan, 1300-1385), ο οποίος σημειωτέο στο έργο του αναφέρεται στον Ιωάννη τον Φιλόπονο, το ονόμασε ορμητική κίνηση (impetus), και επιπλέον ότι η φυσική κατάσταση των σωμάτων δεν είναι η ακινησία, αλλά εκείνη η κατάσταση στην οποία διατηρείται η ορμητική κίνησή τους (αυτό που σήμερα ονομάζουμε ορμή = momentum). 
    Οι ιδέες του Ιωάννη του Φιλόπονου για την κίνηση των σωμάτων και οι θεωρίες του για την ορμή και την αδράνεια (inertia) τον ανάγουν σε φυσικό πρώτου μεγέθους.Άλλωστε δίδασκε ότι τα σώματα κινούνται λόγω της ορμής την οποία έχουν. Με άλλα λόγια, ο Ιωάννης ο Φιλόπονος είχε διατυπώσει τον πρώτο νόμο του Νεύτωνος χίλια χρόνια πριν από τη γέννηση του μεγάλου φυσικού! Πράγματι, ο Ιωάννης ο Φιλόπονος με την υπόθεσή του δείχνει ότι είναι περιττή η αντίστοιχη αριστοτέλεια υπόθεση ότι τις ουράνιες σφαίρες τις κινούν τα νοητικά κινούντα ακίνητα. Ο Φιλόπονος πρώτος υποστήριξε ότι τα ουράνια σώματα δεν κινούνται από την ώθηση την προερχόμενη από νοητικά όντα ή από αγγέλους, αλλά από την κινητική δύναμη την οποία έθεσε μέσα τους ο Θεός. Με το έργο του Ιωάννη του Φιλόπονου έχει ασχοληθεί η Σωτηρία Τριαντάρη-Μαρά με το βιβλίο της Η γνώση και η πίστη στον Ιωάννη τον Φιλόπονο (Επέκταση, 2001) και ο Μανώλης Καρτσωνάκης με την εργασία του «Ιωάννης ο Φιλόπονος και Μηχανική - Μια δυναμική προσέγγιση στην όψιμη αρχαιότητα» (Νεύσις, 1996).
      Ο Ιταλός καθηγητής Μαθηματικών και Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης Lucio Russo χαρακτηριστικά αναφέρει για τον Ιωάννη τον Φιλόπονο: Εξαιτίας του ότι ο Φιλόπονος καταγράφει το σημαντικό γεγονός που σχετίζεται με τη βαρύτητα και το οποίο αναφέρεται στον κεκλιμένο Πύργο της Πίζας, ορισμένοι συγγραφείς θεωρούν ότι πρώτος αυτός ήρθε σε αντίθεση με τη μηχανική του Αριστοτέλη (2006, σελ. 282)4. Πιθανότατα ο Γαλιλαίος να γνώριζε τις απόψεις του Φιλόπονου και, έτσι, πολλές από τις ιδέες που αποδίδονται στον Ιταλό φυσικό ίσως να έχουν τις ρίζες τους στον μεγάλο αυτόν χριστιανό φιλόσοφο, φυσικό και μαθηματικό. 
    Πέρα από την υπόθεση της αντιπερίστασης, ο Ιωάννης ο Φιλόπονος είχε αντικρούσει και άλλες αριστοτέλειες απόψεις. Όσον αφορά την κοσμολογία πίστευε ότι το Σύμπαν δημιουργήθηκε κάποτε στο παρελθόν και επομένως, δεν είναι αιώνιο, ότι τα ουράνια σώματα υπακούουν στους ίδιους νόμους με τα επίγεια και ότι τα αστέρια δεν έχουν καμία σχέση με τους θεούς. 
    Ο Φιλόπονος στο έργο του υποδεικνύει τις πολυάριθμες αντιφάσεις, τις ασυνέπειες, τις πλάνες και τις απίθανες υποθέσεις στη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη, αφού ήταν ενδελεχής σχολιαστής των Φυσικών του Σταγειρίτη φιλοσόφου. Μάλιστα, μελετώντας τα κείμενα του Αριστοτέλη με έναν ιδιόμορφο- πρωτόγνωρο τρόπο, προετοίμασε το έδαφος για αποδεικτικά επιχειρήματα. Ένα τέτοιο αποδεικτικό επιχείρημα, σύμφωνα με τον Φιλόπονο, πρέπει να στηρίζεται σε τρεις υποθέσεις-αξιώματα:

1. Εάν η ύπαρξη απαιτήσει κάτι το προϋπάρχον άλλου, στη συνέχεια το πρώτο πράγμα δεν θα μπορεί να υφίσταται χωρίς την προγενέστερη ύπαρξη του δεύτερου.

2. Ένας άπειρος αριθμός δεν μπορεί να υπάρξει στο τώρα, ούτε να ξεπεραστεί στον υπολογισμό, ούτε βέβαια να αυξηθεί περαιτέρω.

3. Τίποτα δεν μπορεί να δημιουργηθεί εάν η ύπαρξή του απαιτεί την προΰπαρξη ενός άπειρου αριθμού άλλων πραγμάτων.

     Από αυτές τις καθόλου αριστοτέλειες θέσεις συνάγει ότι η σύλληψη ενός χρονικά άπειρου κόσμου, που γίνεται κατανοητή ως διαδοχική αιτιώδης αλληλουχία, είναι αδύνατη. Επιπλέον, ο Φιλόπονος συγκρίνει την περιστροφή των ουρανίων σωμάτων με τις ευθύγραμμες μετακινήσεις των πραγμάτων, καθώς επίσης και με τις κινήσεις των ζώων. Θεωρεί ότι όλα αυτά γίνονται κατανοητά ως φυσικές κινήσεις που οφείλονται στη θεία ώθηση του δημιουργού.
      Ένα άλλο φαινόμενο, το οποίο πολλοί ερευνητές το θεωρούν ως επίτευγμα της σύγχρονης επιστήμης, είναι το γεγονός ότι η εντύπωση της επαφής δύο υλικών αντικειμένων είναι μια ψευδαίσθηση των αισθήσεών μας. Η σύγχρονη φυσική, υποστηρίζει ότι «επαφή» δεν υπάρχει. Πάνω σ’ αυτό το θέμα ο Ιωάννης ο Φιλόπονος, στο έργο του Υπόμνημα εις τα Αριστοτέλους Περί γενέσεως και φθοράς αναφέρει:
        Όταν έλεγε ο Δημόκριτος ότι τα άτομα εφάπτονται αμοιβαία δεν εννοούσε την επαφή με το καθαυτό νόημα της λέξης. Πράγματι αυτός ονομάζει επαφή το αμοιβαίο πλησίασμα των ατόμων και τη μικρή απόσταση ανάμεσά τους. Το κενό τα χωρίζει από όλες τις πλευρές5.
    
      Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η σε βάθος μελέτη του Ιωάννη του Φιλόπονου πάνω στο πλατωνικό και το αριστοτελικό έργο τον οδήγησε στο να ασκήσει αυστηρή κριτική στην αριστοτέλεια κοσμολογία και δυναμική. Σύμφωνα με τον αείμνηστο καθηγητή της Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Δημήτριο Κωτσάκη διατύπωσε πρωτότυπες ιδέες, ισάξιες ή και ανώτερες των πολύ μεταγενέστερων Κοπέρνικου (1473-1543) και Γαλιλαίου (1564-1643), όπως αυτές
για την ορμή και την αδράνεια (1954).
     Επίσης υποστήριξε πως η κίνηση ενός βέλους οφείλεται σε ωθητική δύναμη από το κινούν, και όχι στον αέρα (Θ. Αραμπατζής κ.ά., Ιστορία των επιστημών και της τεχνολογίας, 1999, σελ. 85)6. Ο Φιλόπονος θεωρούσε τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων φυσικές και επομένως κατάλληλες να ερευνηθούν και να εξηγηθούν με τη βοήθεια της επιστήμης. Εξέφρασε επίσης τις αντιρρήσεις του στις απόψεις για την αιωνιότητα του κόσμου, τη μη ύπαρξη κενού χώρου και τον συσχετισμό της κινούσας δύναμης με την ταχύτητα, καθώς και την αντίσταση του υλικού μέσου. 
     Αυτή η κριτική αποτυπώνεται στα υπομνήματά του στη Φυσική ακρόαση του Αριστοτέλη, ως Ιωάννου του Φιλοπόνου εις το Α΄ της Αριστοτέλους Φυσικής Ακροάσεως (ed. Η. Vitelli, CAG XVI, Berolini, 1887), όπου προστίθενται οι συμπληρωματικές μονογραφίες του Περί του τόπου και Περί του κενού. Σημειώνουμε ότι και στα άλλα έργα του μεγάλου Σταγειρίτη φιλοσόφου, όπως Κατηγορίαι, Αναλυτικά Πρότερα και Ύστερα, Μετεωρολογικά, Περί γενέσεως και φθοράς και Περί ψυχής, ο Φιλόπονος ερμηνεύει και σχολιάζει τα κείμενα με μεγάλη οξυδέρκεια. 
     Στα ογκώδη έργα του Εξηγητική κοσμογονία ή Περί κοσμοποιΐας και Κατά των Πρόκλου περί αϊδιότητος κόσμου επιχειρημάτων, ο Φιλόπονος αντικρούει – φιλοσοφικά και όχι θεολογικά– τα δεκαοκτώ επιχειρήματα του Πρόκλου σχετικά με την πρόταση ότι ο κόσμος μας δεν δημιουργήθηκε. Δηλαδή u945 αντικρούει ουσιαστικά τη νεοπλατωνική αντίληψη περί της αιωνιότητας του κόσμου. Παράλληλα, τάσσεται υπέρ της χριστιανικής απόψεως περί της εκ του μη όντος παραγωγής του κόσμου χρησιμοποιώντας εδάφια από τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, μολονότι ο μεν Αριστοτέλης θα συμφωνούσε με τον Πρόκλο, ο δε Πλάτων θα πρόβαλε την άποψη ότι η ύλη προϋπήρχε και ετέθη σε τάξη λόγω της θεάσεως των ιδεών από τον Θεό. Μάλιστα στο έργο του Περί κοσμοποιΐας πρεσβεύει, ως χριστιανός, ότι η μωσαϊκή περιγραφή της δημιουργίας περιέχει αλήθειες που οι Έλληνες τις ανακάλυψαν πολύ αργότερα και ότι οι δοξασίες του Μωυσή συμφωνούν πολύ περισσότερο με τη φύση από όσο οι αντίστοιχες του Αριστοτέλη. Στο έργο του αυτό παρουσιάζεται
περισσότερο ως θεολόγος παρά ως φιλόσοφος. Ουσιαστικά, ο Ιωάννης ο Φιλόπονος, υπέρμαχος των χριστιανικών δογμάτων περί Σύμπαντος, αντέκρουσε με επιχειρήματα –μέσω των δύο αυτών έργων του– τη βασική κοσμολογική αρχή της ελληνικής φιλοσοφίας, σύμφωνα με την οποία ο «κόσμος», όντας «άφθαρτος» και «αγέννητος», δεν μπορεί να καταστραφεί και δεν έχει αρχή.

      Ο Ιωάννης ο Φιλόπονος, πέρα από τα υπομνήματα και τα σχόλιά του, πέρασε σε μια θέση ανοιχτής κριτικής, όταν εξέτασε και αποκήρυξε τις θεμελιώδεις αριστοτελικές-νεοπλατωνικές αρχές. Αυτή η ανεξάρτητη ή ακόμα και ασεβής προσέγγισή του, καθώς επίσης και τα συμπεράσματά του, ώθησαν τους εθνικούς συναδέλφους του Φιλόπονου να τον πιέσουν να εγκαταλείψει τη φιλοσοφική σταδιοδρομία του (530). Έτσι, αφιέρωσε το δεύτερο μισό της ζωής του στις θεολογικές συζητήσεις και αναζητήσεις.

Ο Ιωάννης ο Φιλόπονος και το δόγμα των τριαδιτών

     Ο Ιωάννης ο Φιλόπονος, ως συνεπής χριστιανός, έγραψε και το έργο Περί αναστάσεως. Ωστόσο επηρεάστηκε πολύ από την κλασική φιλοσοφία, με αποτέλεσμα να περιπέσει στην τριθεΐα· αυτός ήταν ο λόγος που εκατό χρόνια(!) μετά τον θάνατό του καταδικάστηκε από τη ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο (681). Κατηγορήθηκε ως τρίθεος, δηλαδή ότι δίδασκε πως η Τριάδα είχε τρεις φύσεις και τρεις υποστάσεις. Γι’ αυτό ήταν γνωστός και ως Ιωάννης ο Τριθεΐτης. Ουσιαστικά, μέσω της θεολογίας του ήταν αντίπαλος του Θεοδώρου Μοψουεστίας (428), του θεολόγου πρόδρομου του
Νεστοριανισμού, και φυσικά σφοδρός αντίπαλος του νεστοριανιστή Κοσμά του Ινδικοπλεύστη, που χρημάτισε μαθητής του Mar ( = Κύριος) Aba, του νεστοριανού «καθολικού» της Περσίας. Πράγματι, στο κυριότερο θεολογικό έργο του Διαιτητής ή Περί ενώσεως δίνει στη μονοφυσιτική διδασκαλία αριστοτελική μορφή ερμηνεύοντας την Αγία Τριάδα ως τρεις διαφορετικές υποστάσεις μιας μοναδικής φύσεως, απόψεις που αργότερα ονομάστηκαν Τριθεϊσμός και θεωρήθηκαν αιρετικές.
     Ο Φιλόπονος υποστήριξε σ’ αυτό το πλαίσιο ότι η έννοια των όρων φύση (ουσία) και υπόσταση ήταν ουσιαστικά η ίδια, βασιζόμενος στην αριστοτελική περί ουσίας και Κατηγοριών διδασκαλία. Δεδομένου λοιπόν ότι ο Χριστός είναι μία υπόσταση, θεωρούσε ότι δεν μπορεί να είναι δύο φύσεων. Εντούτοις, η Ορθόδοξη Εκκλησία τον  καταδίκασε μεταθανάτια ως αιρετικό, λόγω της τριθεϊκής θέσης του (φύση, ουσία, υπόσταση). Ο Φιλόπονος, με μια αυστηρά αριστοτέλεια διατύπωση, πίστευε όχι σε ενιαίο Θεό (Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα), αλλά σε τρεις χωριστές θεότητες.
    Δυστυχώς, οι φυσικές και φιλοσοφικές απόψεις του Ιωάννη Φιλόπονου περιέπεσαν σε αφάνεια επειδή, πέρα από τη φυσική και τη φιλοσοφία, είχε ασχοληθεί και με τη θεολογία. Στο πλαίσιο αυτής της δραστηριότητάς του ο Φιλόπονος υποστήριξε την άποψη ότι η θεϊκή φύση του Ιησού είχε υπερισχύσει της ανθρώπινης. Για τον λόγο αυτό κατηγορήθηκε ότι ανήκε στην αίρεση των μονοφυσιτών και αναθεματίστηκε από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο το 681.
     Η καταδίκη του από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο είχε ως αποτέλεσμα γενικά όλες οι φιλοσοφικές του απόψεις να θεωρηθούν επικίνδυνες για τη χριστιανική θρησκεία και να περιπέσουν στη λήθη. Χρειάστηκε να περάσουν χίλια χρόνια, μέχρις ότου οι ιδέες αυτές να εμφανιστούν και πάλι στο προσκήνιο της επιστήμης.
    Ωστόσο, επισημαίνουμε το γεγονός ότι ο Ιωάννης ο Φιλόπονος ήταν ένας πραγματικός φυσικός με τη σύγχρονη έννοια του όρου. Πολυμαθής με ερευνητικό μυαλό εισήγαγε σπουδαίους, για την εποχή του φυσικούς όρους, όπως τις έννοιες της αδράνειας, της ορμής, της ποσότητας κινήσεως, τον συσχετισμό της κινούσας δύναμης και της ταχύτητας, την έννοια της αντίστασης του υλικού μέσου, την έννοια της ζωικής δύναμης κ.ά., που δείχνουν ότι το έργο του χρήζει ενδελεχούς μελέτης και νέας αξιολογήσεως. Συνοψίζοντας, μπορούμε να αναφέρουμε τι γράφεται στην Ιστορία της Ανθρωπότητος της UNESCO για τον u921 Ιωάννη τον Φιλόπονο: Αξιοπρόσεκτο είναι το έργο του Ιωάννη του Φιλόπονου, ενός πρωτότυπου στοχαστή, που προανάγγειλε την έννοια της αδράνειας και αντέκρουσε επιχειρήματα κατά της υπάρξεως του κενού (τόμος 3ος, σελ. 522)7.

Το έργο του

1. Κατά των Πρόκλου περί αϊδιότητος κόσμου επιχειρημάτων. Ed. Rabe, Leipsig

1829.

2. Των εις την Μωυσέως κοσμογονίαν εξηγητικών. Ed. G. Reichard, Leipsig 1897.

3. Περί του Πάσχα και των τούτων ζητημάτων. Ed. Walter, Jena 1899.

4. Διαιτητής ή Περί Ενώσεως, Doctrina Patrum de Incarnatione verbi. Ein

griechische Florilegium aus der Wende des 7 und 8 Jahrhunderts, Hrg. Von

Evangelos Chrysos, Aschendorf Münster 1981, 272-283 (in Nichephorus

Callistus, Historia Ecclesiastica, P.G. 47, 425-428, in Damascus, De

Haeresibus, P.G. 94, 744-754).

5. Aντιρρήσεις προς Αριστοτέλη περί της του κόσμου αϊδιότητος, in English

translation by Christian Wildberg, New York, University Press Cornell Ithaca

1987.

6. Ιωάννου Γραμματικού Αλεξανδρέως εις την περί ψυχής Αριστοτέλους σχολικαί

αποσημειώσεις εκ των συνουσιών Αμμωνίου του Ερμείου μετά τινων ιδίων

επιστάσεων εις το πρώτον και εις το Δεύτερον των περί Γενέσεως και φθοράς

Αριστοτέλους. Ed. M. Hayduck, CAG XV - XIV, Berolini, 1897.

7. Ιωάννου του Φιλοπόνου εις το Α΄ της Αριστοτέλους Φυσικής Ακροάσεως. Εd. Η.

Vitelli, CAG XVI, Berolini, 1887.

8. Ιωάννου του Φιλοπόνου εις το Δ΄ της Αριστοτέλους Φυσικής Ακροάσεως. Εd. Η.

Vitelli, CAG XVI, Berolini, 1888.

9. Ιωάννου Γραμματικού Αλεξανδρέως των εις το πρώτον των μετεωρολογικών

Αριστοτέλους εξηγητικών των εις τα τρία το πρώτον. Ed. M. Hayduck, CAG

XΙV, Berolini, 1901.

10. Ιωάννου Γραμματικού Αλεξανδρέως του Φιλοπόνου εκ των συνουσιών

Αμμωνίου του Ερμείου σχολικαί αποσημειώσεις εις τας Αριστοτέλους δέκα

κατηγορίας. Ed. Busse, CAG XΙII, Berolini, 1901.

11. Ιωάννου Αλεξανδρέως εις τα Αναλυτικά Πρότερα Αριστοτέλους σχολικαί

αποσημειώσεις εκ των συνουσιών Αμμωνίου του Ερμείου. Ed. Wallies, CAG

XΙII, Berolini, 1905.

12. Ιωάννου Αλεξανδρέως εις τα Αναλυτικά Ύστερα Αριστοτέλους σχολικαί

αποσημειώσεις εκ των συνουσιών Αμμωνίου του Ερμείου μετά τινων ιδίων

επιστάσεων. Ed. Wallies, CAG XΙII, Berolini, 1909.

Για την ανάλυση του έργου του Ιωάννη του Φιλόπονου μπορούν να γραφούν τόμοι ολόκληροι, όπως και για τις θέσεις του στη Φυσική, ώστε στο μέλλον θεωρούμε ότι θα εκπονηθούν πολλές διδακτορικές διατριβές. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου