Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Mεγάλοι Βυζαντινοί Στρατηγοί: Γεώργιος Μανιάκης



 


από το βιβλίο του Αλέξιου Γ. Κ. Σαββίδη

επιμέλεια –διασκευή:  Θάνος Δασκαλοθανάσης

                               
                             Kατακτήσεις και υπονόμευση στο Βυζάντιο του 11ου αιώνα

Mεγάλοι Βυζαντινοί Στρατηγοί: Γεώργιος Μανιάκης

              Δίπλα στους μεγάλους στρατηγούς της Μακεδονικής Δυναστείας  867-1025 ( Νικηφόρος Φωκάς, ο παππούς του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, Ιωάννης Κουρκούας, Λέων Φωκάς,  Νικηφόρος Ουρανός και Νικηφόρος Ξιφίας, ο ναύαρχος Νικήτας Ωορύφας) δικαιούται περίοπτη θέση και ένας επιφανής επίγονος τους: o φημισμένος στρατηγός του πρώτου μισού του 11ου αιώνα Γεώργιος Μανιάκης, κατά  τη διάρκεια της λεγόμενης «Μακεδονικής Παρακμής», δηλαδή της περιόδου των τελευταίων αυτοκρατόρων της Μακεδονικής Δυναστείας (1025-1057), οπότε το Βυζάντιο υπέστη σημαντική συρρίκνωση σε όλα του σχεδόν τα μέτωπα. Ο Μανιάκης άφησε εποχή ως ένας δεύτερος Βελισάριος στα δυο μεγάλα μέτωπα της αυτοκρατορίας, στην Μέση Ανατολή κατά των Αράβων και στη νότιο Ιταλία και Σικελία κατά των Αράβων και των Νορμανδών. Ορθά θεωρείται συνεχιστής της πολεμικής παράδοσης της εποποιίας των Μακεδόνων αυτοκρατόρων της περιόδου 963-1025 (Νικηφόρου Φωκά, Ιωάννη Τσιμισκή, Βασίλειου Βουλγαροκτόνου). Τελικά, όμως η συνεχής υπονόμευσή του από τη βυζαντινή αυλή, ιδιαίτερα εκείνη του απειροπόλεμου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄  Μονομάχου, οδήγησε στη συκοφαντική ανάκλησή του στη Βασιλεύουσα, με αποτέλεσμα να εξεγερθεί και να ηγηθεί μεγάλου επαναστατικού κινήματος (1042-1043), που είχε όμως άδοξο τέλος. Αν το κίνημα του πετύχαινε, θα ήταν πολύ διαφορετική η εξέλιξη της βυζαντινής Ιστορίας με το Μανιάκη στον αυτοκρατορικό θρόνο.
           Όταν ο Μανιάκης σκοτώθηκε , ήταν μεταξύ τριάντα και σαράντα ετών. Αν είχε ζήσει,( άσχετα με το αν είχε καταλάβει ή όχι το θρόνο) , θα αποτελούσε , λίγα χρόνια μετά, μια αξιόλογη λύση για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικότερα οι δυο νέοι μεγάλοι αντίπαλοι της αυτοκρατορίας στην Ανατολή και στη Δύση: οι  Σελτζούκοι Τούρκοι και οι Νορμανδοί. Επιπλέον θα είχε την ευκαιρία να  δράσει και στο βαλκανικό χώρο που μετά από τους Βούλγαρους άρχισαν να γίνονται απειλητικοί και οι Πετσενέγγοι.

Η φήμη του, η εμφάνιση και το παρουσιαστικό του
          

             Η μεγάλη φήμη του Μανιάκη αποδεικνύεται  από πολλές πηγές που μιλούν για τη δράση του. Η Άννα Κομνηνή στην «Αλεξιάδα» αναφέρεται στο Μανιάκη ως «κλεινό» δηλ. φημισμένο, ονομαστό (ο κλεινός εκείνος Γεώργιος ο Μανιάκης του Μονομάχου τα σκήπτρα της Ρωμαίων διέποντος τυραννήσας την Σικελίαν κατέσχεν»).
          Το επιβλητικό του παρουσιαστικό και τα σπουδαία του  στρατιωτικά κατορθώματα τον κατέστησαν μορφή θρυλική όχι μόνο στη των βυζαντινών ηρώων αλλά ακόμη και στα σκανδιναβικά έπη της εποχής του. Κατά τον Τζων Μπάγκνελλ Μπιούρυ, « ως προς την προσωπική του ισχύ και γενναιότητα θα πρέπει να παρομοιαστεί ο Μανιάκης με τους γενναιότατους και πανίσχυρους δυτικούς ιππότες. Ωστόσο κάποιες άλλες δυτικές πηγές δίνουν αρνητική εικόνα για το βυζαντινό στρατηγό περιγράφοντας τις αγριότητές του κατά των αντιπάλων του.
           Η στεντόρεια  φωνή και το προφανώς κολοσσιαίο του ανάστημα περιγράφονται από το Μιχαήλ Ψελλό  στη «Χρονογραφία» του. Εκεί ο Μανιάκης παρομοιάζεται με ορμητικό λιοντάρι.
«Εγώ αυτόν τον άνδρα τον είδα και τον θαύμασα. Η φύση είχε συναρμόσει πάνω του όσα ταιριάζουν σε επίδοξο στρατηγό. Ήταν δέκα πόδια ψηλός το ανάστημα και όσοι τον κοιτούσαν έπρεπε να σηκώσουν το κεφάλι σα να αντίκριζαν καμιά κολώνα ή καμιά βουνοκορφή. Δεν υπήρχε τίποτε τρυφερό ή μειλίχιο στην μορφή του- έμοιαζε αντιθέτως σαν καταστρεπτικός ανεμοστρόβιλος. Δε μιλούσε, βροντούσε, ενώ τα χέρια του μπορούσαν και τείχη να σείσουν και ‘’ πύλας συντρίψαι χαλκάς’΄. Σαν λιοντάρι ορμούσε κοιτώντας με τρομακτική βλοσυρότητα. Αλλά και τα άλλα  γνωρίσματά του φαίνονταν να συνάδουν  και συνδράμουν τα υπόλοιπα. Η φήμη τέλος, τόσο διόγκωνε τα χαρακτηριστικά αυτά, ώστε κάθε βάρβαρος φοβότανε τον άνδρα: άλλος γιατί τον είδε και θαύμασε και άλλος επειδή άκουσε να μιλούν γι΄ αυτόν και τρομοκρατήθηκε…»
              Άλλος ένας σπουδαίος βυζαντινός ιστοριογράφος του 11ου αιώνα, ο Μιχαήλ Ατταλειάτης  μας δίνει μια επίσης ζωηρή περιγραφή της ρωμαλεότητάς του, λίγο πριν το μοιραίο,τυχαίο βέλος τον χτυπήσει στην κρίσιμη μάχη με το στρατό του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄Μονομάχου, την άνοιξη του 1043.
                 Τους παραπάνω χρονογράφους επιβεβαιώνει και ο ποιητής Χριστόφορος Μυτιληναίος(1000-1060 περ.) που σε επιτάφιο επίγραμμά του γράφει για τον Μανιάκη ότι δεν υπήρχε όμοιος στην δική του αντρειοσύνη.

«Μανιάκης λαλέω από τύμβου ανδράσι  πάσαν
ου λίπον ηνορέην επί γης, αλλ΄ υπό γαίαν

οιχόμενος κατέχωσα, εμοί δ΄ άμα συγκατέθαψα».

Η καταγωγή του
Η πολιορκία της Έδεσσας από τον στρατό του Μανιάκη (1032). Οι Βυζαντινοί απεικονίζονται να έχουν καταλάβει ένα τμήμα της πόλης, ενώ παράλληλα δέχονται επίθεση από αραβικές ενισχύσεις. Μικρογραφία από χειρόγραφο του Ιωάννη Σκυλίτζη.

           Ο Ιωάννης Σκυλίτσης γράφει ότι ήταν γιος του αξιωματούχου Γουδέλη («ο Γουδελίου του Μανιάκη υιός»), μέλους δηλ. μιας βυζαντινής οικογένειας  μεγαλοκτηματιών της Μικράς Ασίας. Αντίθετα  ο Ψελλός, που είχε γνωρίσει το Μανιάκη, γράφει ότι η καταγωγή του δεν ήταν επιφανής και ότι ξεκίνησε από χαμηλά κερδίζοντας με την αξία του τα στρατιωτικά αξιώματα
           Η νεότερη έρευνα έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι άσχετα με την καταγωγή της, η οικογένεια των Μανιάκηδων  ήταν ακμάζουσα στα εδάφη του βυζαντινού θέματος των Ανατολικών στην Μικρά Ασία μαζί με άλλους αριστοκρατικούς οίκους στην περιοχή αυτή, όπως των Αργυρών, των Βοτανειατών, των Βούρτζηδων, των Δουκών, των Μελισσηνών, των Σκληρών, των Συναδηνών και άλλων. Ωστόσο υπάρχει η μαρτυρία του Ψελλού που μιλά για άσημη καταγωγή που υπήρξε η κύρια αιτία της περιφρόνησης με την οποία αντιμετώπισαν τον ικανό στρατηγό οι αριστοκράτες του παλατιού, ιδιαίτερα οι μόνιμοι υπονομευτές του οι επισης Μικρασιάτες Σκληροί.
          Όσον αφορά την καταγωγή του είναι γνωστό ότι το πρώτο μέλος της οικογένειας του οίκου των Γουδελίων (Μανιάκηδων) ήταν σλαβικής καταγωγής. Ορισμένοι μελετητές αναφέρουν ότι οι Μανιάκηδες θα πρέπει να σχετίζονται με τουρκόφωνα φύλλα του ανατολικού κεντρασιατικού ή και βαλκανικού χώρου. Η πληροφορία του Ψελλού περί τεραστίου αναστήματος του Μανιάκη, μάλλον διαψεύδει αυτήν την πιθανότητα και ίσως να συνηγορεί με την πιθανότητα σλαβο-βυζαντινής προέλευσης.
           Γύρω στα 1029/1030 σε αρκετά νεαρή ηλικία (μεταξύ είκοσι και τριάντα) ο Μανιάκης διορίζεται στρατηγός-κυβερνήτης των παρευφρατίδιων πόλεων του ακριτικού θέματος «Τελούχ», στα σύνορα δηλ. της νοτιοανατολικής Μ. Ασίας και της Μεσοποταμίας.
            Ο αποδεδειγμένα ανίκανος στα πεδία των μαχών Ρωμανός Γ¨  παίρνει τη σωστή απόφαση και διορίζει τον Μανιάκη «Κατεπάνω» Κάτω Μηδίας και αρχιστράτηγο των βυζαντινών δυνάμεων  του ανατολικού μετώπου και ευφρατίδιων πόλεων. Πολύ σύντομα ο Μανιάκης θα δικαιώσει τον αυτοκράτορα  με την κατάληψη της Έδεσσας της Οσροηνής(σημ. Ούρφα, ΝΑ Τουρκία), πόλης-κόμβου και σπουδαίου στρατηγικού και οικονομικού κέντρου της Μεσοποταμίας. Έκτοτε η πόλη έμελλε να παραμείνει σε βυζαντινά χέρια για αρκετές δεκαετίες έως και την εποχή των Σταυροφοριών.
            Αυτή υπήρξε η τελευταία προσθήκη εδαφών στην Ανατολή. Ο Μανιάκης ανακάλυψε και πήρε από την Έδεσσα τη ιδιόγραφη (απόκρυφη επιστολή) του Ιησού, γραμμένη στα αραμαϊκά προς τον παλαιό ηγεμόνα της Έδεσσας κατά το πρώτο μισό του 1ου αιώνα, τον Άβγαρο. Χωρίς χρονοτριβή ο στρατηγός έστειλε το υπερπολύτιμο κειμήλιο στην Κωνσταντινούπολη.
             Πρώτος βυζαντινός κυβερνήτης της Έδεσσας διορίστηκε ο ίδιος ο Μανιάκης.
Ο Μανιάκης στο δυτικό μέτωπο


             Ο νέος σύζυγος της Ζωής Πορφυρογέννητης αυτοκράτορας Μιχαήλ Δ΄Παφλαγών (1034-1041) διόρισε, σύμφωνα με το Σκυλίτση το Μανιάκη «στρατηγό-αυτοκράτορα» και διοικητή του θέματος Λογγοβαρδίας. Αυτή υπήρξε η πρώτη αποστολή του Μανιάκη στη Σικελία που θα διαρκέσει από το 1038 ως το 1040. Θα ακολουθήσει και δεύτερη αποστολή το 1042.
            Εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τις διαμάχες των διαφόρων αρχηγών της Σικελίας, ο Μανιάκης αποβιβάστηκε το 1038 στο Ρήγιο και μέσα σε μια περίπου τριετία έκανε πραγματικότητα μια σειρά εκπληκτικών νικών, καταλαμβάνοντας ολόκληρη σχεδόν την Κάτω Ιταλία και την ανατολική Σικελία.  Με την κατάληψη πόλεων των περιοχών αυτών ο στρατηγός δεν παρέλειπε να κτίζει και να επισκευάζει φρούρια αφήνοντας βυζαντινές φρουρές να τα ελέγχουν.
Οι βυζαντινές δυνάμεις με επικεφαλής τον Γεώργιο Μανιάκη (στο κέντρο) αποβιβάζονται στη Σικελία, το 1038, για να πολιορκήσουν πολη που έχει πέσει στα χέρια των Μουσουλμάνων

            Στο πλευρό του στρατηγού ήταν γνωστοί μισθοφόροι  από τη Δ. και Β. Ευρώπη, Σκανδιναβοί, Βάραγγοι και Ρως. Ξεχωριστή παρουσία στο πλευρό του Μανιάκη υπήρξε ο Νορβηγός πολεμιστής Αράλτης και μετέπειτα βασιλιάς της Νορβηγίας Χάραλντ Γ΄ Χαρντράαντε (1047-1066) που σύντομα όμως ήρθε σε διένεξη με τον Μανιάκη.
         Την ώρα που ο Μανιάκης έμπαινε θριαμβευτής στις Συρακούσες (1040) άρχιζε η πρώτη υπονόμευση από τον συγγενή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ΄, τον ναύαρχο του στόλου Στέφανο, τον οποίο ο στρατηγός πρόσβαλλε με βαρείς χαρακτηρισμούς για ολιγωρία στη φύλαξη ναυτικής θέσης. Ο γαμπρός του αυτοκράτορα κατηγόρησε τον Μανιάκη ότι συνωμοτεί κατά του θρόνου.
          Σχολιάζοντας τις εξελίξεις ο Μιχαήλ Ατταλειάτης έγραψε πως αν δεν υπονομευόταν στο κρίσιμο αυτό σημείο το έργο του Μανιάκη, η Σικελία θα είχε περιέλθει ολοκληρωτικά σε ελληνικά χέρια.
            Έκπληκτος ο θριαμβευτής της Σικελίας  ότι είχε ανακληθεί και αντικατασταθεί από το συκοφάντη του ναύαρχο Στέφανο κατηγορούμενος για προδοσία.  Στη Βασιελεύουσα έριξαν τον Μανιάκη στη φυλακή, ενώ πολύ σύντομα φάνηκε ότι η αποχώρησή του από το ιταλικό μέτωπο θα σήμαινε την επιδείνωση των εκεί βυζαντινών θέσεων.


O Μανιάκης οδηγείται σιδηροδέσμιος στη φυλακή μετά την ανάκλησή του από το δυτικό μέτωπο απο τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ΄ ( Χρονικό Ιωάννη Σκυλίτζη)
Η νέα αποστολή του Μανιάκη στη Δύση

            Μέσα σε διάστημα λιγότερο των δύο χρόνων μετά την ανάκληση του Μανιάκη (1040-1042) οι Άραβες κατόρθωσαν να ανακαταλάβουν  πολλές από τις σικελικές πόλεις που είχαν χάσει εκτός της Μεσσήνης, την οποία υπερασπιζόταν ηρωικά  ο μεγάλος σύγχρονος του Μανιάκη στρατηγός Κατακαλών Κεκαυμένος.
         Την εμφάνισή τους  στην περιοχή θα κάνουν οι Νορμανδοί, η νέα πραγματικά ανερχόμενη δύναμη στην περιοχή. Οι Νορμανδοί με τον ηγεμόνα τους ( από το 1047) Ροβέρτο Γυισκάρδο,  θα πραγματοποιήσουν την απελευθέρωση της Σικελίας από τους Μουσουλμάνους.
          Ο νέος βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Ε΄ Καλαφάτης (1041-1042), μετά από δυο χρόνια στη φυλακή,  εσπευσμένα αποφυλακίζει τον Μανιάκη, ονομάζοντάς τον «μάγιστρο», «ατεπάνω»,  «στρατηγός-αυτοκράτωρ» των επαρχιών του ιταλικού καπετανάτου. Κύριος ρόλος του θα ήταν η απελευθέρωση όλων των βυζαντινών πόλεων και φρουρίων  που οι στασιασμένοι Νορμανδοί μισθοφόροι και οι Άραβες είχαν καταλάβει.
         Το  Πάσχα του 1042  αποβιβάστηκε στον Τάραντα η σχετικά ολιγάριθμη στρατιά του Μανιάκη. Αμέσως αρχίζουν να ανακαταλαμβάνονται η μια μετά την άλλη οι επαναστατημένες πόλεις. Οι ύπουλοι όμως εχθροί του Μανιάκη στην Κωνσταντινούπολη είχαν και πάλι « πιάσει δουλειά», συκοφαντώντας τον στον νέο αυτοκράτορα που είχε διορίσει η Ζωή, τον Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο (1042-1055).
           Η δεύτερη ανάκληση του Μανιάκη γίνεται τον  Αύγουστο –Σεπτέμβριο του 1042. Η αφορμή και η τροφή που έδωσε ο μεγάλος στρατηγός, ήταν η μεγάλη σκληρότητα και η αγριότητα με την οποία αντιμετώπισε τους αντιπάλους του, σύμφωνα με τις πληροφορίες των δυτικών πηγών.  Ωστόσο δύο ήταν οι μεγάλοι αντίπαλοι του: o πανίσχυρος ευνούχος αυλικός αξιωματούχος  Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος και ο Μικρασιάτης «μάγιστρος» και «πρωτοστράτωρ» Ρωμανός Σκληρός.  Ο τελευταίος βρισκόταν τώρα σε θέση ισχύος, αφού η αδελφή του, η Μαρία Σκλήραινα, ήταν η επίσημη ερωμένη του Κωνσταντίνου Μονομάχου και θα μπορούσε να τον επηρεάσει προς όφελος του αδελφού της. Ο Μανιάκης το αντιλαμβάνεται αυτό και είναι κάτι που θα μετρήσει στην τελική του απόφαση να εξεγερθεί, γνωρίζοντας ότι ο αυτοκράτορας είναι εχθρικός απέναντί του.
          Ο Μανιάκης με το Σκληρό βρισκόταν σε μεγάλη διαμάχη. Ήταν γείτονες στα κτήματά τους στο θέμα των Ανατολικών και υπήρχαν σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις τους. Όταν μάλιστα ο Μανιάκης πληροφορήθηκε ότι  ο άσπονδος αντίπαλός του, σύμφωνα με το Σκυλίτση, εκμεταλλευόμενος την δική του απουσία, είχε ληστέψει και κατακάψει την περιουσία του, προσβάλλοντας μάλιστα τη σύζυγό του, και ότι, όπως γράφει ο Ζωναράς, τον είχε κατηγορήσει στον αυτοκράτορα ως προδότη, έγινε έξω φρενών και αποφάσισε να αντιδράσει.
         Ο Μανιάκης αποφασίζει να πάρει τον έλεγχο της εξουσίας στα δικά του χέρια (δεύτερο μισό του 1042). Η χειρότερη σε βάρος του πρόκληση ήταν η συσσώρευση τίτλων από την αυλή του Μονομάχου  στον Λομβαρδό Αργυρό,  που έγινε μάλιστα κυβερνήτης των βυζαντινών κτήσεων της Ιταλίας.  Η ανάκληση του για δεύτερη φορά στην Πόλη, η αντιμετώπιση και η υπονόμευση του  θα τον οδηγήσουν στην απόφασή του να επιστρέψει και να διεκδικήσει το αυτοκρατορικό στέμμα.

Το κίνημα και το τέλος (1042-1043)

            Ο  Μονομάχος θα εκτελέσει την αντιπροσωπεία που ήρθε να τον συλλάβει. Τα πιστά σε αυτόν στρατεύματα θα τον επευφημήσουν ως νέο αυτοκράτορα   (Οκτώβριος του 1042).
Η επιχείρηση ξεκινά από τον  Τάραντα με την πρώτη σύγκρουση   με τις αυτοκρατορικές δυνάμεις του νέου κατεπάνω Ιταλίας Θεοδωροκάνου και του Λογγοβάρδου Αργυρού.  Αμέσως μετά ο στο λος με το στρατό του Μανιάκη αποβιβάζεται στο Δυρράχιο.
            Σχετικά με τις πιθανότητες επιτυχίας του κινήματος, ο μεγάλος βυζαντινολόγος Γ. Σλουμπερζέ σημειώνει ότι ο στρατηγός  στήριζε τις ελπίδες του στις δικές του πολεμικές ικανότητες και στο αξιόμαχο του στρατεύματός του αλλά και στην δυσφορία  που υπήρχε στο λαό για τα σκάνδαλα των τελευταίων αυτοκρατόρων.
            Ο Μανιάκης, ενισχυόμενος με εθελοντές από τις περιοχές που περνά, μέσω της Εγνατίας Οδού κατευθύνεται απειλητικός προς την Κωνσταντινούπολη.
            Πανικόβλητος ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄Μονομάχος στέλνει προτάσεις συνθηκολόγησης, τις οποίες όμως ο στρατηγός απορρίπτει.  Ο αυτοκρατορικός στρατός, ογκώδης, συγκεντρώνεται με επικεφαλής το «σεβαστοφόρο» Στέφανο Περγαμηνό, άνθρωπο του ιδιαίτερου περιβάλλοντος της Ζωής Πορφυρογέννητης.
         Οι δυο στρατοί συναντήθηκαν μεταξύ της άνοιξης και των αρχών του Ιουνίου του 1043. Η τοποθεσία ήταν κοντά στη μικρή πόλη του Οστροβού, στην Αμφίπολη, στις εκβολές του Στρυμόνα.
Στο κρίσιμο σημείο της μάχης  και ενώ οι στρατιώτες του Μανιάκη νικούσαν τους πολυπληθέστερους αντιπάλους του, ο ατρόμητος στρατηγός έπεσε θανάσιμα χτυπημένος στο στήθος (Σκυλίτζης) ή στα πλευρά (Ψελλός, Ατταλειάτης) με ακόντιο μάλλον παρά με βέλος. Με την πτώση του από το άλογό του, το Βυζάντιο έχασε τον καλύτερο στρατηγό του. Οι άνδρες του, μισθοφόροι οι περισσότεροι, έχασαν το θάρρος τους και υποχώρησαν.

           Ο Σκυλίτζης γράφει για το θάνατο του στρατηγού: «… ενώ ο Μανιάκης καθοδηγούσε τις δυνάμεις του και διασκόρπιζε τις αυτοκρατορικές φάλαγγες και οι άνδρες του Μανιάκη τον επευφημούσαν σαν βασιλιά, αυτός ξαφνικά έπεσε από το άλογό του και πέθανε χωρίς να φαίνεται ποιος ήταν αυτός που τον είχε χτυπήσει. Βρέθηκε δε να έχει καίρια πληγή στο στήθος…»

           Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης από τη μεριά του γράφει: « …Ήταν ακαταμάχητος, ακλόνητος και μεγαλόσωμος με πλατύ στέρνο, προκαλώντας φόβο σε όσους τον έβλεπαν, καθώς και ιδιαίτερα ευφυής. Αν και είχε σχεδόν κατακτήσει τη νίκη και τον επευφημούσαν και οι περισσότεροι από τους εχθρούς, στο τέλος της μάχης έπεσε ξαφνικά από το άλογο στη γη και κείτονταν στο χώμα, ενώ οι αντίπαλοι πίστευαν ότι επρόκειτο για τέχνασμα και δεν τον πλησίαζαν. Όταν όμως αποκαλύφθηκε η αλήθεια, έτρεξαν πολλοί και τον βρήκαν στο έδαφος πλημμυρισμένο στο αίμα, να έχει δεχθεί καίριο πλήγμα στα πλευρά. Με την πτώση του οι δυνάμεις του διασκορπίστηκαν και έτσι η νίκη έκλινε υπέρ των εχθρών και οι στρατιώτες του βασιλιά γύρισαν πισω…»
              Ο κατά τύχη θριαμβευτής Στέφανος ο «Σεβαστοφόρος» μετέφερε το κεφάλι του ήρωα της εποχής στον Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο, που, όπως γράφει ο Ψελλός, «μόλις το είδε ανέπνευσε βαθιά με ανακούφιση, σαν να  του έφυγε κάποιο βάρος  που τον έπνιγε σαν κύμα». Στη συνέχεια σε μια από τις μεγαλύτερες παρωδίες της βυζαντινής ιστορίας ακολούθησε η διαπόμπευση του νεκρού σώματος.
             Γενική είναι η εκτίμηση όλων των μελετητών ότι αν η επαναστατική κίνηση του Μανιάκη είχε στεφθεί με επιτυχία και ο ίδιος είχε ανέλθει στο θρόνο της Βασιλεύουσας, η επιταχυνόμενη παρακμή του Βυζαντίου στα χρόνια των ανίκανων επιγόνων των Μακεδόνων πολεμάρχων αυτοκρατόρων (Νικηφόρου Φωκά, Ιωάννη Τζιμισκή και Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου) θα είχε ανακοπεί με άδηλα μεν, πλην θετικά αποτελέσματα για το μέλλον της αυτοκρατορίας. «Συμφορά για το Βυζάντιο» χαρακτήρισε την απώλειά του ο Κ.Άμαντος που κατέληγε τις περί Μανιάκη κρίσεις του γράφοντας πως «… αν αντί του κομψού Μονομάχου ελάμβανεν τον θρόνον ο τραχύς Μανιάκης, άλλη θα ήτο η εξέλιξις της ιστορίας του Βυζαντιου». Ο Σλουμπερζέ  εκτιμά ότι «ο Μανιάκης θα ήτο αληθής βασιλεύς δια τους κεκινημένους εκείνους χρόνους, άτε υπό παντός του στρατού λατρευόμενος. Αλλ΄ ο Μονομάχος απετέλει ακρότατην αντίθεσην προς αρήτον βασιλέα».
         Με το  θάνατο του  εξόχου στρατηγού τελείωσε «η περίοδος της βυζαντινής επανακτήσεως εδαφών», όπως τόνισε ο Η. Μοss. Πιο πρόσφατα, ο γλαφυρός Βρετανός ιστορικός Τζων Νόριτς φαίνεται πεπεισμένος ότι, αν δεν σκοτωνόταν ο Μανιάκης, «η Πόλη θα είχε πέσει στα χέρια του και αυτός θα γινόταν πιθανότατα ένας από τους μεγαλύτερους και από τους πιο τρομερούς ηγέτες της ιστορίας της αυτοκρατορίας».
            Τέλος ο Λουί Μπρεγιέ, που στην παλιά του μονγραφία ( όπου ήταν πεπεισμένος για την τουρανική, κεντροασιατική καταγωγή του Μανιάκη) έγραψε τα εξής:


«Βάρβαρος στην καταγωγή και άσημος ως προς το γένος, ο έκτακτος αυτός άνδρας αφιερώθηκε ολόψυχα στη Ρωμαική(Βυζαντινή) Αυτοκρατορία, της οποίας η δύναμη ασκούσε γοητεία στους άγριους νομάδες της ερήμου. Ανήλθε όλες τις βαθμίδες των κοινωνικών τάξεων και , διακατεχόμενος από ευγνωμοσύνη, κατανάλωσε ανεπιφύλακτα όλη του τη δραστηριότητα για να επεκτείνει τα όρια του Χριστιανισμού και του Ελληνισμού. Τα κατορθώματά του δημιούργησαν τόση αίσθηση στο λαό, ώστε να γίνει μυθικός ήρωας και για πολύ χρόνο στις Συρακούσες και στην Έδεσσα έδειχναν με το δάχτυλο τον πύργο και το φρούριο του Μανιάκη. Αλλ΄ η παρηκμασμένη βυζαντινή κοινωνία κατέστρεφε τέτοιους άνδρες. Διότι αυλική σκευωρία έκανε τον πειθαρχικό αυτό στρατιώτη στασιαστή και  το βέλος αγνώστου πολεμιστή έκοψε από τη ρίζα μια πιθανή βασιλεία, που θα συγκαταλεγόταν ίσως στις ενδοξότερες της βυζαντινής ιστορίας και θα εξασφάλιζε στον Ελληνισμό πολλές ακόμη εκατονταετίες ύπαρξης».


Βυζαντινή Αρκαδία: O ναός των Αγίων Αποστόλων

        
 
 
        
επιμέλεια: Θάνος Δασκαλοθανάσης

 
                   Ο ναός των Αγίων Αποστόλων στο Λεοντάρι Αρκαδίας  ακολουθεί μια σπάνια εσωτερική αρχιτεκτονική που τον κατατάσσει ανάμεσα στα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία της Πελοποννήσου
                    O ναός των Αγίων Αποστόλων, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της υστεροβυζαντινής αρχιτεκτονικής, δεδομένης της ένταξής του στην ολιγομελή ομάδα των μνημείων που ακολουθούν το μικτό αρχιτεκτονικό τύπο, χαρακτηριστικό της Παλαιολόγειας ναοδομίας του Μυστρά.
                  Ο ναός, μικτού τύπου, συνδυάζει τη διάταξη δρομικής τρίκλιτης βασιλικής στο ισόγειο και τετράστυλου σταυροειδούς εγγεγραμμένου τρουλλαίου ναού στον όροφο. Ο μικτός τύπος εμφανίστηκε στο Μυστρά, στο καθολικό της μονής Βροντοχίου (γνωστό με την επωνυμία «Αφεντικό» ή Οδηγήτρια), και υιοθετήθηκε στην ανέγερση του ναού της Παντάνασσας και στη κατασκευή της Μητρόπολης του Μυστρά (Αγίου Δημητρίου).
               Ο ναός των Αγίων Αποστόλων Λεονταρίου είναι το μοναδικό γνωστό μνημείο που ακολουθεί το συγκεκριμένο τύπο εκτός του Μυστρά. Μιμείται εμφανώς την Οδηγήτρια, τόσο ως προς την τυπολογία, όσο και ως προς επιμέρους μορφολογικά χαρακτηριστικά. Οι ομοιότητες αυτές, σε συνδυασμό με ιστορικές πηγές, που λειτουργούν ως terminus ante quem για την ανέγερση του ναού, πείθουν για τη χρονολόγηση που προτείνει ο Ορλάνδος στον 14ο αι.
               Στους επόμενους αιώνες ο ναός δέχθηκε πληθώρα επεμβάσεων. Κυριότερες από αυτές είναι η μετατροπή του σε τζαμί, κατά την οποία άλλαξε η γενική μορφή του περιστώου και ανεγέρθη μιναρές στη θέση του κωδωνοστασίου. Αλλά και οι επεμβάσεις μετά την Απελευθέρωση αλλοίωσαν έτι περαιτέρω τη φυσιογνωμία επιμέρους στοιχείων του μνημείου.
               Όπως συμβαίνει και στην Οδηγήτρια του Μυστρά, στη νοτιοδυτική γωνία του μνημείου υπάρχει προσαρτημένο κωδωνοστάσιο, το οποίο σώζεται σε χαμηλό ύψος, δεδομένης της κατάρρευσης ή καθαίρεσής του κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας για την ανέγερση μιναρέ. Αποτελεί την προς δυσμάς απόληξη τοξοστοιχίας, η οποία περιέβαλλε τη βόρεια και τη δυτική πλευρά του μνημείου. Στο Λεοντάρι σώζεται σήμερα μόνο το δυτικό σκέλος, και μάλιστα από τα βυζαντινά τόξα διατηρείται μόνο το νοτιότερο, καθώς τα δύο επόμενα έχουν ανακατασκευαστεί κατά την Τουρκοκρατία, όπως φαίνεται από την κατασκευή και χάραξή τους, ενώ το βορειότερο ανήκει στον εικοστό αιώνα, όπως τεκμηριώνεται από τις παλαιές φωτογραφίες του ναού.
 

 
 
 
 
             Η μορφολογία του ναού αποτελεί ένα συνδυασμό των στοιχείων της «σχολής της Κωνσταντινούπολης» και της «σχολής της Ελλάδος». Στα πρώτα εντάσσονται τα πλίνθινα τυφλά αψιδώματα που κοσμούν τις μακρές όψεις, αλλά και οι επάλληλες σειρές μικρότερων τυφλών αψιδωμάτων, οι οποίες διαμορφώνουν την άνω ζώνη των κογχών του Ιερού, καθώς και τα κογχάρια που διαρθρώνουν οι επιφάνειες των τυμπάνων των τρούλων. Στα δεύτερα εντάσσεται η πλινθοπερίκλιστη τοιχοποιία, με τα οποία έχουν κατασκευαστεί τα τύμπανα των τρούλων, οι εξωτερικοί τοίχοι του ναού στην επιμελημένη άνω ζώνη τους, που προέβαλλε εκτός της στέγης του περιμετρικού περιστώου, και το κάτω τμήμα της ανατολικής όψης. Η ανατολική όψη διαρθρώνεται με τη χρήση ενιαίου πώρινου κοσμήτη.
           Ενδιαφέρον προκαλεί η εναλλαγή δόμων από πωρόλιθο και ασβεστόλιθο στο πλινθοπερίκλειστο σύστημα της λιθοδομής του κωδωνοστασίου. Το κάτω τμήμα των υπόλοιπων τοίχων είναι κατασκευασμένο από απλή αργολιθοδομή. Η επίστεψη των τοίχων γίνεται με οδοντωτά πλίνθινα γείσα. Στον κεραμοπλαστικό διάκοσμο του μνημείου εντάσσονται τα διακοσμητικά θέματα με τα οποία πληρούνται τα αφόρτιστα τύμπανα των αψιδωμάτων, των διλόβων παραθύρων και των απολήξεων της εγκάρσιας κεραίας.
                Οι θύρες και τα μονόλοβα παράθυρα της βόρειας και της νότιας όψης είναι κατασκευασμένα με πώρινα κτιστά πλαίσια, πλαισιωμένα με πλίνθους. Ορισμένες λιθόπλινθοι έχουν τοποθετηθεί κατά την οριζόντια διεύθυνση και εξέχουν σε σχέση με τους κατακόρυφους παραστάτες του πλαισίου.
           
        Το ξυλόγλυπτο τέμπλο των Αγ. Αποστόλων Λεονταρίου, έχει μέγιστο ύψος 4,65μ. (συμπεριλαμβανομένης της επίστεψης), μέγιστο μήκος 5,87μ. και είναι κατασκευασμένο από ξύλο καρυδιάς. Ακολουθεί την τυπική τριμερή κατά ύψος διαίρεση. Φέρει ταμπλαδωτά ζωγραφιστά τμήματα κυρίως στη βάση του και τις ποδιές  και στρωτή ξυλόγλυπτη διακόσμηση με χαμηλό ανάγλυφο, η οποία βασίζεται σε φυτικά σχέδια, ανθούς, περιελισσόμενους βλαστούς και κλαδίσκους με έλικες και αμπέλια. Τα ξυλόγλυπτα τμήματα του τέμπλου είναι καλυμμένα με στιλβωτό φύλλο χρυσού και ασημιού, ενώ ο κάμπος είναι βαμμένος με κόκκινο χρώμα ώστε να προβάλλονται εντονότερα τα γλυπτικά τμήματα
 
              Η περιοχή του Λεονταρίου είναι πλούσια σε κατάλοιπα της βυζαντινής εποχής, στοιχείο που αποδεικνύει ότι αποτελούσε σημαντικό κέντρο στο Δεσποτάτο του Μοριά.
              Ο ναός των Αγίων Αποστόλων λειτουργεί σήμερα ως ενοριακός ναός του χωριού.
            Στην Κοινότητα Λεονταρίου και στην ευρύτερη περιφέρεια υπάρχουν: το Κάστρο Λεονταρίου, ναός Αγ. Αθανασίου (14ου αιώνα), ναός Ταξιαρχών (14ου αιώνα), ναός Αγίων Πάντων (14ου αιώνα), ναός Αγ. Γεωργίου, ναός Προφήτη Ηλία, ναός Αγ. Ιωάννη και πληθώρα ερειπωμένων μνημείων (Μονή Αγ. Νικολάου, ναός Αγ. Βασιλείου, ναός Αγ. Κυριακής, ναός Μεταμόρφωσης).
 
 
 
 
 
πηγές
 
  Aειναές, συντήρηση-αποκατάσταση έργων πολιτιστικής κληρονομιάς
 
Υπουργείο Πολιτισμού http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=1507
 
Η Μεγαλόπολη, εφημ. Έθνος


Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

Ο καρκίνος του μαστού στην βυζαντινή περίοδο

Ο καρκίνος του μαστού στην βυζαντινή περίοδο
 
Πρωτοπόροι βυζαντινοί γιατροί: Αέτιος Αμιδηνός (6ος αιώνας μ.Χ.) και Παύλος ο Αιγινήτης (625 – 690 μ.Χ.)

Γράφει η
Δρ Σάββη Μάλλιου Κριαρά
Ειδικός Παθολόγος-Ογκολόγος, MD, PhD
 
 
 
 
Αέτιος Αμιδηνός (6ος αιώνας μ.Χ.):
 
 
                 Ο Αέτιος ήταν γιατρός και συγγραφέας του 6ου αιώνα. Καταγόταν από την Αμίδη της Μεσοποταμίας (σημερινό Diarbekir) και σπούδασε ιατρική στην Αλεξάνδρεια. Στην Κωνσταντινούπολη όπου εγκαταστάθηκε, υπηρέτησε στη βασιλική αυλή σαν αρχίατρος του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ και ανακηρύχτηκε κόμης του Οψικίου. Ήταν από τους πρώτους Έλληνες αρχίατρους που μυήθηκε στο Χριστιανισμό. Έγραψε σπουδαίο ιατρικό έργο, σε 16 βιβλία, με τον τίτλο «ιατρικά εκκαίδεκα» όπου περιέχονται μερικά στοιχεία ιατρικών δεισιδαιμονιών και εξωεπιστημονικών υποδείξεων, όπως η επίκληση στο Θεό και στους Αγίους να θεραπεύουν ορισμένες αρρώστιες. 8 βιβλία του τυπώθηκαν στην Βενετία το 1534 και έγινε πλήρης λατινική μετάφραση από τον Κορνάριο το 1542 στην Βασιλεία. Θεωρείται πρωτοπόρος της αντισύλληψης.
 
Πλήρης περιγραφή της μαστεκτομής:
 
              Για μια πλήρη περιγραφή του τρόπου εγχείρησης στρεφόμαστε στον Αέτιο. Αυτός στηρίχθηκε σ’ αυτά που είχαν γραφεί από τον Αρχιγένη που ήταν παθολόγος και τον Λεωνίδη που ήταν χειρουργός και προέρχονταν και οι δύο από την Αλεξανδρινή Σχολή. Ο Αέτιος ακολουθεί στο έργο του το Γαληνό και τις σχολές των Μεθοδικών και Εμπειρικών, προσθέτει όμως και προσωπικές κρίσεις. Από το έργο του σώζονται πέραν των οκτώ από τα βιβλία του και πολλά αποσπάσματα.
 


                 Παραθέτουμε στο πρωτότυπο τα κείμενα που αφορούν τον μαστό:
 
 
 
 
 
 
 
 

Παύλος Αιγινήτης (625 – 690 μ.Χ.):
 
            Ο Παύλος ο Αιγινήτης ήταν περίφημος Έλληνας γιατρός από την Αίγινα, ο οποίος έζησε τον 7ο μ.Χ. αιώνα στην Αλεξάνδρεια. Συνέβαλε πολύ στην ανάπτυξη της βυζαντινής, της αραβικής και της δυτικής ιατρικής. Έζησε την εποχή που η Αλεξάνδρεια καταλήφθηκε από τους Άραβες (647 μ.Χ.) και το έργο του έγινε άμεσα γνωστό στους Άραβες που το μετέφρασαν αμέσως. Το έργο του «Υπόμνημα» βασίζεται κυρίως στον Ορειβάσειο, αλλά παρουσιάζει και πρωτότυπες παρατηρήσεις του ίδιου, ιδιαίτερα στον τομέα της χειρουργικής, ορισμένες από τις οποίες παρέμειναν κλασσικές ως τα τέλη του 17ου αιώνα, όπως οι χειρουργικές του μέθοδοι για την θεραπεία της βουβωνοκήλης, του ηπατικού αποστήματος, της αμυγδαλεκτομής και της λιθοτριψίας. Το σύγγραμμα αυτό ήταν πολύ γνωστό στους Άραβες γιατρούς και τις ιταλικές ιατρικές σχολές της Αναγέννησης. Οι Άραβες που το τιτλοφορούν «Συλλογή των Πλειάδων», τον θεωρούσαν συγγραφέα και άλλου έργου, που αναφέρεται σε γυναικεία νοσήματα. Αξιόλογη έκδοση του έργου του Παύλου του Αιγινήτη είναι εκείνη της Βενετίας με τον τίτλο «Παύλου Αιγινήτου ιατρού αρίστου βιβλία επτά (1528)». Από τις λατινικές μεταφράσεις αναφέρουμε εκείνη του Αλμπ. Τορίνους (Βασιλεία 1532).  Η «χειρουργική» του Παύλου του Αιγηνίτη ενσωματώθηκε από την 1/7/1607 στο υποχρεωτικό curiculum των φοιτητών του Πανεπιστημίου Sorbonne των Παρισίων και παρέμεινε ως βασικό εγχειρίδιο της χειρουργικής μέχρι την Γαλλική επανάσταση. Αξιόλογη είναι και η γαλλική μετάφραση του 6ου βιβλίου από το Ρ. Μπρυώ (Briau), που κυκλοφόρησε στο Παρίσιτο 1855. Ξεχωρίζει τις μητρίτιδες από τον καρκίνο της μήτρας, Χρησιμοποιεί κολποσκόπιο, την λεγόμενη «Διόπτρια», τη δε εξέταση μ’ αυτό του τραχήλου της μήτρας την ονομάζει «διοπτρισμό».
Συνιστά και αυτός μαστεκτομή:
 
           Ο Παύλος ο Αιγινήτης αναφέρει λεπτομερώς τη μέθοδο του Αρχιγένη και Λεωνίδη και παρόλο που δεν είναι υπέρμαχος της χειρουργικής θεραπείας των καρκινωμάτων, συνιστά και εφαρμόζει την χειρουργική επέμβαση στον καρκίνο του μαστού. Πραγματοποιεί τομή πάνω από τον όγκο με νυστέρι και μετά με πυρακτωμένο σίδερο καίει τον όγκο. Έτσι δεν χρειάζεται να αφαιρεθεί το στήθος. Είναι κάτι ανάλογο με τον σημερινό τρόπο ογκεκτομής και ακτινοβολίας αλλά είναι πολύ πιο συντηρητικός. Η μέθοδος αντιγράφεται από τους Άραβες Αbulcasim, Rhazes, κ.α. και από εκεί η μέθοδος περνάει αργότερα στη Δύση. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται περιορισμένη εκτομή (Βreast preserving tumor elimination).
 
 
 

  H Αυτοκράτειρα Θεοδώρα (έργο του Antoine Helbert)
H  Θεοδώρα πέθανε στις 29 Ιουνίου του 548, ύστερα από μακροχρόνια μάχη με τη νόσο του καρκίνου του μαστού
 

 
           Συμπερασματικά, ο καρκίνος του μαστού είχε μελετηθεί πολύ καλά από τους γιατρούς της Αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου. Ορισμένοι μάλιστα ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο καρκίνος του μαστού απετέλεσε το πρότυπο της μελέτης των κακοηθών παθήσεων, τόσο λόγω της συχνότητάς του όσο και της επιφανειακής του θέσης. Η παρομοίωση της νόσου με το ζώο καρκίνο έχει την πιο πιστή αναπαράστασή της στην περίπτωση του μαστού. Η χειρουργική θεραπεία ήταν εύκολο να εφαρμοστεί, καθώς η νόσος ήταν επιφανειακή, δεν προκαλείτο κίνδυνος ζωής, δεν υπήρχε μεγάλος κίνδυνος αιμορραγίας και η επούλωση μπορούσε να γίνει ευκολότερα και με λιγότερες επιπλοκές.


Οι Άγιοι Απόστολοι- Πυργί, Χίου

             
              Οι Άγιοι Απόστολοι- Πυργί, Χίου 


του Θάνου Δασκαλοθανάση 

             Ο Ναός των Αγίων Αποστόλων, στο Πυργί, ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο των "νησιώτικων" οκταγωνικών ναών. Αποτελεί μικρό αντίγραφο του καθολικού της Νέας Μονής και είναι ένα άριστα διατηρούμενο βυζαντινό μνημείο.



            Στη βορειοανατολική γωνία της κεντρικής πλατείας του χωριού υπάρχει μια στενή καμαροσκέπαστη κατωφερική στοά. Στην απόληξή της κρύβεται, κυριολεκτικά, ένα κομψοτέχνημα της βυζαντινής τέχνης, ο ναός των Αγίων Αποστόλων . Είναι ένα άριστα διατηρημένο βυζαντινό μνημείο, αντίγραφο του καθολικού της Νέας Μονής.
             Στο μαρμάρινο υπέρθυρο της εισόδου είναι χαραγμένο το όνομα Συμεών (Ο Συμεών υπήρξε ηγούμενος της Νέας Μονής και αργότερα μητροπολίτης Χίου, 1592-1610) και η χρονολογία 7.072 από κτίσεως κόσμου δηλαδή 1564 (χρονολογία κτίσεως κόσμου 5.508). Οι ειδικοί όμως πιστεύουν, βασιζόμενοι σε τεχνοτροπικές και μορφολογικές παρατηρήσεις, ότι η χρονολογία αυτή αφορά κάποια ανακαίνιση του μνημείου και όχι την εκ θεμελίων ανέγερσή του, που τοποθετείται χρονικά στο 13ο ή 14ο αιώνα. Από τους δύο τρούλλους του ναού ο μεγάλος έχει οκταγωνική στήριξη, είναι όμως εμφανής η πρόθεση του τονισμού του κατά μήκος άξονα με τη διαμόρφωση αψίδων προς το ιερό και προς τα δυτικά. Ο νάρθηκας καλύπτεται με πτυχωτό τρούλο και δύο αψίδες.
          Εξωτερικά οι επιμέρους αρχιτεκτονικές μορφές και η διάπλαση των εξωτερικών στοιχείων παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον . Σε αντίθεση με τις άλλες βυζαντινές εκκλησίες της Χίου οι τρούλοι εδώ στολίζονται με οδοντωτές ταινίες, επάλληλα πλίνθινα τόξα, φιαλοστόμια και διπλούς μαρμάρινους κιονίσκους. Τα τυφλά αψιδώματα, τα επίκρανα των παραστάδων και τα καμπύλα αετώματα στις μακρές πλευρές του ναού θυμίζουν το πρότυπο της Νέας Μονής. Όμως ο πλούσιος κεραμεικός διάκοσμος, η ζωηρή φυσική πολυχρωμία και η μικρή κλίμακα προσδίδουν στο ναό ένα δικό του ύφος, όχι άσχετο με την οψιμότερη χρονολόγησή του. Στο εσωτερικό όλες οι επιφάνειες των τοίχων είναι καλυμμένες με τοιχογραφίες, που βρίσκονται σε αρκετά καλή κατάσταση. Μόνο οι τοιχογραφίες του νάρθηκα στο μεγαλύτερο μέρος τους έχουν καταστραφεί. Όλες είναι έργο του Δομεστίχου Κυνηγού του Κρητός του έτους 1665. Το χαρακτηρίζει έντονο λαϊκό ύφος και παρά την προχωρημένη εποχή διατηρείται σ' αυτό κάτι από την τεχνοτροπία της Κρητικής σχολής.
            Στον τρούλο απεικονίζεται ο Παντοκράτορας περιβαλλόμενος από προφήτες. Μεταξύ των παραθύρων του τρούλλου απεικονίζονται ολόσωμοι άγγελοι και σε χαμηλότερη ζώνη οι δώδεκα Απόστολοι. Ακολουθούν πιο χαμηλά οι τέσσερις ευαγγελιστές. Η εικονογράφηση της βόρειας πλευράς, επάνω ψηλά στις κόγχες, παρουσιάζει τη Βάπτιση και την Ανάσταση του Χριστού και χαμηλότερα τον εικονογραφικό κύκλο της ζωής του Αποστόλου Πέτρου. Αντίστοιχα στη νότια πλευρά απεικονίζονται η Γέννηση και η Μεταμόρφωση και πιο κάτω σκηνές που αφηγούνται τη ζωή του άλλου κορυφαίου από τους Αποστόλους, του Παύλου. Οι επιφάνειες του ιερού καλύπτονται με άλλα εικονογραφικά θέματα. Στον τρούλλο του νάρθηκα απεικονίζεται η Παναγία με το Χριστό, περιβαλλόμενη από τους Αποστόλους.




          Στις παραστάδες του κυρίως ναού υπάρχουν δύο επιγραφές. Στη νότια πλευρά διαβάζουμε:

"Ανηγέρθη εκ γης ο θείος και πάνσεπτος ναός των Αγίων και ενδόξων και πανευφήμων Αποστόλων και των Πρωτοκορυφαίων Πέτρου και Παύλου δια κόπου και εξόδων πανοσιωτάτου κυρίου Συμεών Ιερομονάχου του Χίου και Προηγουμένου του Αγίου Μοναστηρίου της Νέας Μονής κατά το 7.072 έτη από Αδάμ.
Εν μηνί Μαϊω ήμέρα Α'".
            

   Στη βόρεια πλευρά η επιγραφή λέει:
"Ιστορήθη ο θείος και πάνσεπτος ναός των Αγίων και ενδόξων και πανευφήμων Αποστόλων και Πρωτοκορυφαίων Πέτρου και Παύλου δια κόπου και δαπάνης του ευσεβεστάτου και πανοσιωτάτου εν ίερεύσι Παπά Κυρίου Κων/ίνου και της πρεσβυτέρας αυτού Καλής και του τέκνου αυτών Γεωργίου δια χειρών εμού του αναξίου Αντωνίου Δομεστίχου Κυνηγού του Κρητός.
Κατά το ΑΧΞΕ (1665) έτος εν μηνί Αυγούστω". 


        

Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ
                     
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ, ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ, ΛΑΩΝ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ, ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΩΝ και ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
 
Αναδημοσίευση από την πολύ καλή σελίδα
 
 
 
 
 
 
 
Ενότητες:
Α. Ιστορικοί, φιλόλογοι, λόγιοι, φιλόσοφοι που αναφέρονται στην ελληνικότητα του Βυζαντίου.
Β. Σύγχρονοι των Βυζαντινών λαοί οι οποίοι αναφέρονται στην ελληνικότητα των Βυζαντινών.
Γ. Βυζαντινοί και μεταβυζαντινοί που αναφέρονται στην ελληνικότητα των ιδίων και της Ρωμανίας.
Δ. Διαφωτιστές που αναφέρονται στην ελληνικότητα της Ρωμανίας και των Βυζαντινών.
Ε. Ελληνικά επαναστατικά κείμενα που αναφέρονται στην ελληνικότητα της Ρωμανίας και την εθνική συνέχεια με αυτήν.
ΣΤ. Αναφορές ξένων κατά την Τουρκοκρατία, σχετικά με τη σχέση Ρωμανίας και υπόδουλων Ελλήνων.
 
 
 
 
Α')  ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ, ΦΙΛΟΛΟΓΟΙ, ΛΟΓΙΟΙ, ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ, ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
 
1. Aug. Heisenberg, ιστορικός:
«Βυζαντινό είναι το εκχριστιανισθέν ρωμαϊκό κράτος του ελληνικού έθνους» (Staat und Gesellschaft des byzantinischen Reiches, Die Kultur der Gegenwart, s. 364)
 
2. D. Talbot Rice, ιστορικός:
«Το Βυζάντιο πρέπει πραγματικά να μελετηθεί σαν ένα κεφάλαιο της μακρόχρονης  ιστορίας του ελληνικού πολιτισμού και του ελληνικού στοχασμού» (Byzantines, 26)
 
3. Arnold Toynbee, ιστορικός, στο Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους:
Κάνει λόγο για την «εξουσία της εξελληνισμένης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας» (σ. 71)
«Οι Έλληνες είχαν ταυτιστεί με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την είχαν οικειοποιηθεί» (σ. 116)
«Τον 5ο αιώνα η αυτοκρατορία συνέχισε να είναι κατ’ όνομα ρωμαϊκή, αλλά στην πραγματικότητα είχε καταστεί ελληνική και παρέμεινε ελληνική» (σ. 187)
«Η ίδια η ρωμαϊκή αυτοκρατορία έφτασε να γίνει αντικείμενο ιδιοποίησης από τους Έλληνες κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο» (σ. 187)
«Οι Έλληνες κατέστησαν τελικά δική τους τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» (σ. 212)
 
 
4. H.-G. Beck, ιστορικός:
«Η αυτοκρατορία έγινε «βυζαντινή» επειδή η κατακτημένη Ελλάδα είχε για μια ακόμη φορά νικήσει στο πνευματικό πεδίο και μπορούσε πια να θεωρήσει την κρατική εξουσία και την κρατική οργάνωση, που αρχικά της ήταν τόσο ξένες, ως ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούσε κανείς να σταδιοδρομήσει, και να διαπρέψει χωρίς να είναι πια ανάγκη να αφήνει τα κοινά στους Λατίνους» (Η βυζαντινή Χιλιετία, σ. 38).
 
5.  St. Runciman, ιστορικός:
«Δε νομίζω ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι περισσότερο Έλληνες από τους Βυζαντινούς» (Συνέντευξη στην Λ. Θωμά)
 
6. L. Brehier, ιστορικός:
«Το Βυζαντινό κράτος είναι η οργανική ανάπτυξις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλ’ έγινεν ελληνικόν και χριστιανικόν και ευρίσκομεν εις αυτό ηνωμένα τα τρία θεμελιώδη στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού: τον Ελληνισμόν, το Ρωμαϊκόν Δίκαιον και τον Χριστιανισμόν» (Le dιvelopement des ιtudes d’ historie Byzantine, Revue d’ Auvergne, τ. 18, σ. 34)
 
7. Ch. Diehl, ιστορικός:
Θεωρεί τους Βυζαντινούς Έλληνες, αναφέρεται στον εξελληνισμό της Ρωμανίας μετά τον Ηράκλειο (Ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, σ. 69 κ.ε.) και γράφει ότι το Ρωμαίος σημαίνει τον Έλληνα.
 
8. Ostrogorsky, ιστορικός:
Γράφει για την εποχή του Ηράκλειου (7ος αι.) «Το Βυζάντιο, αν και παραμένει πάντα σταθερά προσκολλημένο στις ρωμαϊκές πολιτικές ιδέες και παραδόσεις, μεταβάλλεται σε ένα μεσαιωνικό ελληνικό κράτος» (Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. Α’, σ. 217)
 
9.  J. B. Bury, ιστορικός:
«Ο πολιτισμός του Βυζαντινού κράτους έχοντας βαθειές ρίζες στο παρελθόν, ήταν η τελευταία φάση του ελληνικού πολιτισμού» (History of the later roman empire from the death of Theodosius I to the death of Justinian)
 
10. Αλέξανδρος Καζντάν, ιστορικός:
Σε μια μελέτη του τονίζει ότι η Αυτοκρατορία ήταν ελληνική, αν και περιείχε μερικές μειονότητες, Αρμενίους, Ιταλούς, Σλάβους (Alexander Kazhdan and Antony Cutler, "Continuity and Discontinuity in Byzantine History", Byzantion τόμ. 32 (1982), σ. 465)
 
11. Gyula Moravcsik, ελληνιστής-φιλόλογος:
Γράφει ότι είναι προτιμότερο να μιλάμε για Ελληνολογία παρά για Βυζαντινολογία (Byzantion, τομ. 25 (1965), σσ. 291-301).
 
12. Jacques Le Goff, ιστορικός:
Χαρακτηρίζει το βυζαντινό στόλο ελληνικό και τους Βυζαντινούς Έλληνες (Ο πολιτισμός της Μεσαιωνικής Δύσης, σ. 68-69) και γράφει αλλού: «Στην προοπτική της ενωμένης Ευρώπης, η δυτική ιστοριογραφία και η δυτική κοινή γνώμη οφείλουν 1) να αναγνωρίσουν στην Ελλάδα το βυζαντινό παρελθόν της, 2) να επανεντάξουν το Βυζάντιο στην γενική ιστορία, στο Μεσαίωνα ως σύνολο και στη μακρά διάρκειά του. Τέλος 3) οφείλουμε να παραχωρήσουμε στο Βυζάντιο τη δική του θέση. Βυζάντιο, πρωτότυπος κρίκος δημιουργίας και εκπολιτισμού, του ελληνισμού και της ευρωπαϊκής ιστορίας» (Βυζάντιο και Ευρώπη, Συμπόσιο, Παρίσι, Maison de l' Europe, σ. 104, 105).
 
13. H. Hunger, φιλόλογος:
Σε διεθνές συνέδριο Βυζαντινολογίας «επανειλημμένα τονίστηκε από τον καθηγητή Hunger ότι δεν πρέπει να γίνεται πλέον διάκριση μεταξύ Byzantinistik και Neogräzistik, μεταξύ δηλαδή βυζαντινολογίας και νεοελληνικής φιλολογίας, διότι Βυζάντιο και Νέος Ελληνισμός αποτελούν ενότητα» (Θ. Ν. Ζήση, Επόμενοι τοις θείοις πατράσι. Αρχές και κριτήρια της Πατερικής Θεολογίας, σ. 88).
 
14. F. Gregorovius, ιστορικός:
«Διὰ τῆς κτίσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως διεσώθη ἡ περεταίρω ὕπαρξις τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους και διετηρήθησαν ὑπὲρ τῆς ἀνθρωπότητος οἱ θησαυροὶ τοῦ πολιτισμοῦ αὐτοῦ. Πράγματι, δ’ ἄνευ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἡ Ἑλλὰς καὶ ἡ Πελοπόννησος ἤθελον κατακτηθῆ καὶ οἰκισθῆ ὑπὸ ξένων βαρβάρων ἐθνῶν» (Ιστορία των Αθηνών, τ. 1, σ. 89).
 
15. Ν. Σβορώνος, ιστορικός:
i) «Δεν μπόρεσα να κάνω ποτέ μου το διαχωρισμό ανάμεσα στο Βυζάντιο και τον νέο ελληνισμό» (Κ.Θ. Δημαρά και Νίκου Σβορώνου, Η μέθοδος της ιστορίας, σ. 104).
ii) Ο ελληνικός λαός στον Μεσαίωνα στην Αν. Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία «γίνεται ο κυρίαρχος λαός ενός νέου πολιτικού σχηματισμού» (Ανάλεκτα Νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας, σ. 110)· ο ελληνικός χαρακτήρας της Ρωμ. Αυτοκρατορίας «εδραιώνεται όλο και περισσότερο» (ό.π.)· «η διοίκηση [της Ρωμανίας] περνάει στα χέρια των Ελλήνων και των εξελληνισμένων» (ό.π.)· και «ο ρωμαϊκός χαρακτήρας [του Βυζ. Κράτους] μετατρέπεται σε ένα μακρινό και ουσιαστικό ιδεώδες» (ό.π., σ. 111) ιδίως μετά τον Ιουστινιανό.
iii)  «Τα στοιχεία της αδιάκοπης πολιτιστικής και ως ένα σημείο της εθνολογικής συνέχειας…εμποδίζουν να δούμε στον μεσαιωνικό Ελληνισμό έναν νέο λαό, μια καινούργια εθνότητα, άσχετη, ή με κάποια μόνο μακρινή σχέση με τον αρχαίο Ελληνισμό, αλλά μας κάνουν να βλέπουμε σε αυτόν μια νέα φάση του ίδιου λαού» (Το ελληνικό έθνος. Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, σ. 64)
 
16. Ρ. Αποστολίδης, φιλόλογος:
Κάνει λόγο για «τη λεγόμενη Ανατολική μετά, τη Βυζαντινή μας Αυτοκρατορία τη μεστή ελληνισμού» (πρόλογος στην Ιστορία του Μ. Αλεξάνδρου, του Ντρόυζεν).
 
17. Bowerstock Glen W., ιστορικός:
«Είναι πράγματι ευχάριστο να παρατηρούμε ότι ο Frank Clover και ο Stephen Humphreys, στις εισαγωγικές παρατηρήσεις του σε μια πρόσφατη συλλογή σημαντικών άρθρων για την ύστερη αρχαιότητα, εμφανίζονται να προϋποθέτουν την άποψη αυτή όταν γράφουν: "Υπό την αιγίδα της Κωνσταντινούπολης, ο αυτοκρατορικός ελληνισμός, σαφώς ελληνικός στη μορφή και την άποψή του, αντικατέστησε τον παλιό ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, που υπήρξε ο κυρίαρχος τρόπος ζωής στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (Tradition and Innovation in Late Antiquity, Madison, Wis. 1989, σ. 10)» (Ο Ελληνισμός στην Ύστερη Αρχαιότητα, σ. 15).
 
18. P. Lemerle, ιστορικός:
Κάνει λόγο για «ελληνικό Μεσαίωνα» (Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, σ. 52), για «εξελληνισμό της Αυτοκρατορίας» (ό.π., σ. 71) κατά την Εικονομαχία, χρησιμοποιεί το Έλληνες αναφερόμενος στους Βυζαντινούς του 9ου και 10ου αι. (ό.π., σ. 156-7 και 251), οι βυζαντινοί στρατηγοί που νίκησαν στα πεδία της μάχης τους Άραβες ή τους Βούλγαρους καλούνται «Έλληνες στρατηγοί» (ό.π., σ. 275), κάνει λόγο για «χριστιανικό ελληνισμό» (ό.π., σ. 279), για «Έλληνες του Βυζαντίου» (ό.π., σ. 284) και για τον «τρίτο ελληνισμό, τον ελληνισμό του Βυζαντίου» (ό.π., σ. 285).
 
19. Κ. Κρουμμπάχερ, φιλόλογος:
i) «ήτο του ελληνισμού το κράτος εν τη αυτοκρατορία» και «Ρωμαίος εσήμαινε, εν τέλει τον Έλληνα» (Ιστορία της βυζαντηνής Λογοτεχνίας, τ. Α’, σ. 40, 7).
ii) «Την ηγεμονία διετήρησαν τα ελληνικήν έχοντα την γλώσσαν εθνικά στοιχεία, αδιάφορον αν εις τας φλέβας των έρρεε μία σταγών περισσότερο ή ολιγώτερον αίματος αρχαίου ελληνικού» (Ιστορία της Βυζαντηνής Λογοτεχνίας, τ. Α’, σ. 40).
 
20. Karl Roth, ιστορικός:
«Στο Βυζαντινό Κράτος ο Ελληνισμός… πήρε άλλη μια φορά κρατική μορφή» και «Τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ελληνικής φυλής γίνονται όλο και περισσότερο εντονώτερα στο βυζαντινό κράτος, κι’ έτσι μ’ όλες τις ανατολικές επιδράσεις έμεινε ένα κράτος ελληνικό» (Ιστορία του Βυζαντινού πολιτισμού, σ. 5, 99).
 
21. Ε. Αρβελέρ, ιστορικός:
Γράφει για τον 10ο αι. ότι «Η αυτοκρατορία με την ποικιλία των λαών και των εθνών που περιελάμβανε προηγούμενα το Βυζάντιο, παραχώρησε τη θέση της σε μια ελληνορθόδοξη Αυτοκρατορία, με μια ενιαία παιδεία» (Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, σ. 60).
Γράφει για τους αιώνες μεταξύ 379-641:
«Κατά τη διάρκεια αυτών των αιώνων το Βυζάντιο θα αποκτήσει τα χαρακτηριστικά που θα το καταστήσουν αργότερα Ελληνική Αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής. Αυτός ο νέος πολιτικός προσανατολισμός, που αναπτύσσεται παράλληλα με τη ζωντανή ρωμαϊκή ιδέα, αλλά που τείνει να την υποκαταστήσει» (ό.π., σελ. 22)
Το «Ελληνική» στο προηγούμενο απόσπασμα δεν έχει πολιτισμικό αλλά εθνικό χαρακτήρα, κι αυτό φαίνεται από τις προηγούμενες σελίδες, στις οποίες η Αρβελέρ χαρακτηρίζει το Βυζάντιο για τα έτη 330-641:
α) «…της Αυτοκρατορίας, που αποκαλείται Βυζαντινή, ενώ είναι στην πραγματικότητα η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη» (ό.π., σελ. 20)
β) «ο όρος "βυζαντινός" πρέπει να θεωρείται, τουλάχιστον ώς την εποχή που αποκαλείται Πρωτοβυζαντινή (4ος – τέλος 6ου αιώνα) ότι προσδιορίζει τη χριστιανική Αυτοκρατορία της Ρωμαϊκής Ανατολής» (ό.π., σελ. 21)
 
Για τον 8ο αιώνα γράφει:
«Η μεγάλη ρωμαϊκή ιδέα είχε φτάσει στο τέλος της» (ό.π., σελ. 38)
«…το αρχαίο ελληνικό ιδεώδες τείνει να υποκαταστήσει το ρωμαϊκό ιδεώδες…» (ό.π., σελ. 76)
«…ο ρωμαϊκός κόσμος, που το ιδεώδες του ήταν συνυφασμένο με μια στρατιωτική και πολιτική έννοια, είχε στο τέλος κατακτηθεί από το ελληνικό πνεύμα» (ό.π., σελ. 76)
«Οι Βυζαντινοί διανοούμενοι…και ο βυζαντινός λαός,…θα αναλάβουν μαζί την προσπάθεια να σώσουν το κράτος των ορθόδοξων Ελλήνων που είναι στο εξής το Βυζάντιο» (ό.π., σελ. 78)
Για το τέλος του 11ου αιώνα:
«…τις πράξεις των ορθόδοξων Ελλήνων, των Βυζαντινών δηλαδή» (ό.π., σελ. 78)
«Είναι γεγονός ότι η διαμόρφωση του βυζαντινού πατριωτισμού φαίνεται να έχει ήδη καλλιεργηθεί πριν από τον ενδέκατο αιώνα. Φαίνεται σαν έργο των διανοουμένων της πρωτεύουσας, ιερωμένων και λαϊκών, που ανέπτυξαν το στοιχείο της ελληνικότητας σαν επίκαιρο συμπλήρωμα…» (ό.π., σελ 79)
«…τα γεγονότα του 1204 υπήρξαν για τον ελληνικό λαό τόσο αποφασιστικά όσο κι εκείνα του 1453» (ό.π., σελ. 126)
«…τον "ιερό πόλεμο" των Ελλήνων, των Βυζαντινών στο σύνολό τους…» (ό.π., σελ. 126)
«…την Αυτοκρατορία της Νικαίας, την πιο σημαντική εστία της ελληνικής αντίστασης» (ό.π., σελ. 129)
«…θα πρέπει να εξετάσουμε την ιδεολογία της Αυτοκρατορία της Νικαίας, που περισσότερο από κάθε άλλο ελληνικό κράτος…» (ό.π., σελ. 131)
«οι Έλληνες θα περιμένουν περισσότερο από μισόν αιώνα να ανακτήσουν την Κωνσταντινούπολη…» (ό.π., σελ. 136 )
«Στις 25 Ιουλίου 1261, λίγες μόλις εκατοντάδες Έλληνες στρατιώτες, βοηθούμενοι από τον πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης, πραγματοποίησαν το όνειρο που είχε θρέψει για περισσότερο από μισόν αιώνα τον βυζαντινό κόσμο» (ό.π., σελ. 140)
«..η ένωση των Εκκλησιών που θέλησε να επιβάλει θεωρήθηκε από τον κλήρο και τον ελληνικό λαό προσβολή…» (ό.π., σελ. 143)
 «...το αδόκιμο όνομα Βυζάντιο για τη μεσαιωνική ελληνική αυτοκρατορία» (Γιατί το Βυζάντιο, σ. 17)
«Βυζάντιο είναι η εκχριστιανισμένη και εξελληνισμένη Ρωμαϊκή ανατολική αυτοκρατορία με την Κωνσταντινούπολη για πρωτεύουσα» (ό.π., σ. 19)
«Από την 11η Μαίου του 330...ώς τον Μάη του 1453 οριοθετείται και χρονολογείται ο βίος της παγκόσμιας αυτοκρατορίας του μεσαιωνικού ελληνισμού» (ό.π., σελ. 68)
«..το μεγαλείο της μεσαιωνικής ελληνοσύνης της Ρωμανίας, του Βυζαντίου δηλαδή» (ό.π., σ. 69)
«η Ρωμανία [η ελληνοσύνη δηλαδή] κι αν πέρασε, ανθεί και φέρει κι άλλο» (ό.π., σελ. 91)
«...η επίσης ελληνική αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών» (ό.π., σελ. 92)
«...των Ελλήνων του μεσαίωνα» (ό.π., σελ. 127)
«...η χιλιόχρονη αυτοκρατορία του μεσαιωνικού ελληνισμού» (ό.π., σελ. 129)
«Η αυτοκρατορία της Νίκαιας, ελπίδα του εξόριστου από την Πόλη ελληνισμού...» (ό.π., σελ. 138)
«..την ελληνοσύνη της ρωμιοσύνης» (ό.π., σελ. 191)
«αδιάσπαστος κρίκος το Βυζάντιο ανάμεσα στον αρχαίο και στον σύγχρονο» (ό.π., σελ. 249)
 
Επίσης:
«...τη χιλιόχρονη Αυτοκρατορία του Μεσαιωνικού Ελληνισμού» (Μοντερνισμός και Βυζάντιο, σελ. 11)
«Στη διαχρονικότητα της ιστορίας, το Βυζάντιο...θα γίνει η μεσαιωνική Αυτοκρατορία του ανανεωμένου Ελληνισμού» (ό.π., σελ. 31).
 
Σε ερώτηση προς την Αρβελέρ αν συμφωνεί με την άποψη του Βασίλη Ραφαηλίδη, ότι Ρωμιός είναι ο κάθε χριστιανός Ορθόδοξος ο οποίος κατοικεί στη Βαλκανική χερσόνησο, δηλαδή ότι Ρωμιός είναι και ο Βούλγαρος, και ο Αλβανός, ο βαπτισμένος Τούρκος κ.ο.κ., αυτή απάντησε ότι διαφωνεί με την άποψη αυτήν. Συμπλήρωσε δε, ότι «όταν λέω ότι είμαι Ρωμιά, σημαίνει ότι δέχομαι ότι είμαστε συνέχεια του Βυζαντίου, [και]….απλώς λέω ότι το Βυζάντιο είναι μέσα στην ελληνική συνέχεια». Επίσης, «Είμαι Ρωμιά, χωρίς να πάψω να είμαι Ελληνίδα» (http://www.youtube.com/watch?v=82yKWqMQKOI, kulturosupa.com Ε.ΑΡΒΕΛΕΡ περι Ρωμιών και Μεγάλου Κων/ου(6))
 
 
 
22. Β. Τατάκης, φιλόλογος:
1. «Η βυζαντινή εποχή αποτελεί κατά κύριο λόγο μία περίοδο της ιστορίας του ελληνικού λαού» (Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, σ. 22).
2. «Η βυζαντινή φιλοσοφία αποτελεί αδιάσπαστη συνέχεια της περιόδου που προηγείται (…) Η βυζαντινή φιλοσοφία αποτελεί μία μορφή της ελληνικής φιλοσοφίας, του ελληνικού λόγου και της ελληνικής ψυχής» (Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, σ. 22).
 
23. Κ. Μαρξ, φιλόσοφος:
Αναφέρεται στον "ελληνικό πατριωτισμό" του βασιλείου της Νίκαιας και αποκαλεί Έλληνες αυτοκράτορες τους αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης (άρθρο στην New York Daily Tribune 12/8/1853 – Λονδίνο 29/7/1853). Επίσης ο ίδιος γράφει:
«…η ευρωπαϊκή ελληνική αυτοκρατορία» (στο ίδιο άρθρο, της 12-8-1853)
«..τους Έλληνες αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης» (6-5-1854)
«…οι Έλληνες αυτοκράτορες» (3-5-1854)
«…των Ελλήνων ηγεμόνων» (9-1-1857). Επίσης γράφει:
«Οι Έλληνες του λεγόμενου [ελληνικού] βασιλείου, καθώς κι όσοι ζουν στα Ιόνια νησιά υπό βρεταννική κυριαρχία.....Φθάνουν μάλιστα να ονειρεύονται και την παλινόρθωση του Βυζαντίου» (29-3-1854)
 
 
24. Sture Linner, ιστορικός:
«Ακόμα και οι ερευνητές που αρνούνται την ιδέα μιας απόλυτης συνέχειας στο Βυζάντιο, θα πρέπει να πιστοποιήσουν ότι στην Ανατολή υπήρχαν περισσότερα στοιχεία της αρχαιότητας απ’ ό,τι στη Δύση» (Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, σ. 124).
 «Ανεξάρτητα από το πώς θέλει να δει κανείς τον βυζαντινό πολιτισμό σε σχέση με τον αρχαίο ελληνικό, συνήθως τον βλέπει σαν μια ενότητα» (ό.π., σ. 262)
«Οι Βυζαντινοί...είχαν πάντοτε συνείδηση του ελληνικού τους παρελθόντος»  (ό.π., σ. 219)
 
25. H. Baynes-H.St.L.B. Moss, ιστορικοί:
«Είναι αδύνατον να προβληθή αντίρρηση για τη συνέχεια του βυζαντινού πολιτισμού. Μέσα στην αυτοκρατορία η παιδεία του ελληνιστικού κόσμου που αναπτύχθηκε στα βασίλεια τω διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου συνεχίζεται και επηρεάζει βαθιά τα επιτεύγματα του Βυζαντίου. Γιατί οι Βυζαντινοί είναι χριστιανοί Αλεξανδρινοί. Στην τέχνη ακολουθούν τα ελληνιστικά πρότυπα˙ κληρονομούν τη ρητορική παράδοση, την φιλομάθεια, το θαυμασμό για το μεγάλο αιώνα της κλασσικής Ελλάδος, χαρακτηριστικά που διέκριναν τους μελετητές της εποχής του βασιλείου των Πτολεμαίων. Εκείνοι που θα ζητούσαν να επιβάλλουν τη γνώμη ότι σε κάποια εποχή στην ιστορία του Βυζαντίου υπάρχει κάποιο ρήγμα στη συνέχεια, ότι κάτι το εντελώς νέο εμφανίστηκε, οφείλουν τουλάχιστο να παραδεχτούν ότι ο πολιτισμός της αυτοκρατορίας δεν εγνώρισε τέτοια διακοπή. Διατηρήθηκε επίμονα ώς το τέλος της αυτοκρατορίας» (Βυζάντιο˙ εισαγωγή στον Βυζαντινό πολιτισμό, σ. 23)
 
26. Ιω. Καραγιαννόπουλος, ιστορικός:
«Τονίζουν συχνά ότι Αρμένιοι ή άλλων εθνικοτήτων εκπρόσωποι έφθασαν εις τα ύψιστα κρατικά αξιώματα ή ανήλθον και εις αυτόν εισέτι τον αυτοκρατορικόν θρόνον. Και θέλουν με αυτόν τον τρόπον να διατρανώσουν την συμβολήν της μιας ή της άλλης εθνότητος εις την ζωήν και την διαμόρφωσιν του Βυζαντινού κράτους. Ασφαλώς δεν πρέπει να παραβλέπεται ή να υποτιμάται ο ρόλος που άλλαι εθνότητες έπαιξαν εις την ζωήν του κράτους. Επίσης όμως δεν πρέπει να παραβλέπωμεν το γεγονός ότι πρέπει να ιεραρχηθή η προσφορά των. Και κατά την ιεράρχησιν αυτήν προβάλλει επιβλητική η προσφορά του ελληνισμού και της ελληνικής παιδείας: η ελληνική παιδεία εγένετο το άλας του κόσμου, είπεν ο H. Bengtson. Ας προσπαθήσωμεν ν’ αναλογισθώμεν τι θα ήτο το Βυζάντιον, ας διερωτηθώμεν εάν θα ήτο Βυζάντιον άνευ της ελληνικής γλώσσης και παιδείας. Εκτός τούτου όμως πρέπει ν’  αναγνωρισθεί έν αδιαφιλονίκητον γεγονός: εφ’ όσον και καθ’ όσον οι διάφοροι λαοί ελάμβανον συνείδησιν εαυτών, απεχωρίζοντο βαθμηδόν του κράτους.η ενίσχυσις της εθνικής συνειδήσεως, λέγει ο H. Bengtson ομιλών περί των Ν.Α. και των αιγυπτιακών περιοχών του πρωτοβυζαντινού κράτους "συνωδεύετο με οπισθοδρόμησιν του ελληνισμού και κυρίως της ελληνικής παιδείας"» (Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. Α’, σ. 25)
 
27. Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης & Benjamin Hendrickx, ιστορικοί.
«ο όρος Ρωμαίος... δεν σημαίνει ότι οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως απογόνους των Λατίνων. Αντιθέτως, είχαν απόλυτη συνείδηση της ελληνικής τους καταγωγής. (...)
[το Βυζάντιο είναι μια] ...μεσαιωνική πολυεθνική "αυτοκρατορία της Ανατολής", της οποίας ο πυρήνας ήταν από εθνικής απόψεως "ελληνικός", τόσο γλωσσικά όσο και πολιτιστικά. Από την άλλη, υπάρχουν επίσης επιστήμονες που συνεχίζουν να υιοθετούν ακραίες απόψεις, υποστηρίζοντας ότι οι Βυζαντινοί ήταν μάλλον "ελληνόφωνοι Ρωμαίοι" και ότι οι πρώιμοι βυζαντινοί αυτοκράτορες (έως την εποχή του Ιουστινιανού ή και έως τον πρώιμο 7ο αιώνα) είχαν πιο πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τους ρωμαίους αυτοκράτορες του παρελθόντος παρά με τους βυζαντινούς έλληνες επιγόνους τους. Προφανώς, αυτοί οι επιστήμονες δεν έχουν κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο ο όρος "Ρωμαίος" και τα παράγωγά του χρησιμοποιούνταν στη βυζαντινή αυτοκρατορία» (Εισαγωγή στη Βυζαντινή Ιστορία (284-1461), β' έκδ., εκδ. Ηρόδοτος, σ. 38-9).
 
28. Jac. Ph. Fallmerayer, ιστορικός.
Γίνεται λόγος για «γένος των Ελλήνων» (Ιστορία της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, εκδ. Κυριακίδη, σ. 53)
Η Κωνσταντινούπολη στα 1204 είναι «η πρωτεύουσα του ελληνικού λαού» (ό.π., σ. 68)
Μετά τα 1204 και την Πρώτη Άλωση της Πόλης «οι Έλληνες είχαν εγκαθιδρύσει ένα νέο κράτος στην Τραπεζούντα» (ό.π., σ. 79)
Η Κωνσταντινούπολη είναι «η πρωτεύουσα του ελληνικού κόσμου» (ό.π., σ. 148)
Γίνεται λόγος περί «γνήσιων Ελλήνων της παλιάς Τραπεζούντας» (ό.π., σ. 167)
Σε όλο το σύγγραμμα γίνεται αναφορά σε Έλληνες και γνωστοί Βυζαντινοί θεωρούνται Έλληνες.
 
29. Κώστας Παπαϊωάννου (Kostas Papaioannou), φιλόσοφος.
«Το Βυζάντιο αποτελεί μια δεύτερη άνθηση του ελληνισμού» (Βυζαντινή και ρωσική ζωγραφική, σ. 24)
 
30. Κωνσταντίνος Σάθας, ιστοριοδίφης.
«Την 29 Μαϊου 1453 οι Τούρκοι κατεσκήνωσαν εν μέσω των καθημαγμένων ερειπίων της πρωτευούσης της Ελληνικής Αυτοκρατορίας»  (Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, σ. α')
«Εν μέσω των καθημαγμένων ερειπίων της κλασικής των σχισματικών Ελλήνων πρωτευούσης...» (ό.π., σ. 1)
 
31. Νίκος Ψυρούκης, ιστορικός.
«Μέχρι σήμερα...υπάρχουν ορισμένοι που θεωρούν το Μεσαίωνα στα Βαλκάνια σαν κάτι άσχετο με την αρχαιότητα, δεν τον θεωρούν παιδί της αρχαιότητας,....Έτσι, μιλάνε για Ρωμηούς, για λαότητα των Ρωμαίων, κ.λ.π., για να δείξουν το άσχετο και όχι το νέο στην εθνολογική εξέλιξη της Ελλάδας. Η αντιμετώπιση αυτή αποτελεί τυπικό παράδειγμα της σχηματοποιημένης σκέψης και οριζόντιας συγκριτικής έρευνας... Ο κάθε λαός είναι διαφορετικός από τον άλλο. Όμως, όλοι είναι άνθρωποι, άνθρωποι που έχουν κάποια ιστορική συνέχεια. Αυτό ισχύει και για τα έθνη» (Ιστορικός χώρος και Ελλάδα, σ. 51)
«Η γλώσσα το Μεσαίωνα υπήρξε μια από τις ισχυρότερες εθνικές υποσυνειδήσεις. Η ύπαρξη μιας κυρίαρχης γλώσσας, της ελληνικής, δημιουργούσε στους αλλόγλωσσους λαούς το αίσθημα της υποτέλειας σε ξένο» (ό.π., σ. 58)
 
32. Kurt Weitzmann, ιστορικός της τέχνης
Κάνει λόγο για «Το ελληνικό αίμα στις φλέβες των Βυζαντινών» (Greek Mythology in Byzantine Art, σ. 207)
 
33. Douglas Dakin, ιστορικός
i «Δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει συνέχεια στην ελληνική ιστορία. Αντίθετα, υπάρχει συνέχεια τόσο στο θέμα της φυλετικής καταγωγής, όσο και σε ό,τι αφορά τη γλώσσα και τον πολιτισμό. (...) Παρά το γεγονός ότι οι κάτοικοι έφτασαν στο σημείο να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, παρέμειναν αναμφισβήτητα Έλληνες» (Η ενοποίηση της Ελλάδας, σ. 19)
ii «Οπωσδήποτε ο ελληνικός πληθυσμός μειώθηκε σημαντικά και επήλθε μεγάλη επιμειξία ανάμεσα στους λαούς. Η θεωρία όμως ότι η ελληνική γλώσσα εξαφανίστηκε και αργότερα επιβλήθηκε ξανά χάρη στην Εκκλησία απαιτεί την αποδοχή ενός παραλογισμού: ότι η ελληνική Εκκλησία διέθετε ένα πολυσύνθετο και τέλεια οργανωμένο κύκλωμα σχολείων, και έναν αληθινό στρατό από δασκάλους που δίδαξαν τα ελληνικά στους σλαβικούς πληθυσμούς» (ό.π., σ. 20)
iii. «Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η παράδοση της ελληνικής γλώσσας πρέπει να υπήρξε αδιάσπαστη...επίσης ότι ο ελληνόφωνος πληθυσμός που είχε επιζήσει πρέπει να ήταν σημαντικός σε αριθμό. Για την ακρίβεια αυτού του τελευταίου ισχυρισμού υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις οι οποίες, αν και δεν είναι αδιάσειστες, πρέπει οπωσδήποτε να βαρύνουν περισσότερο από τις αμφισβητήσιμες υπερβολές των χρονικογράφων που δεν είχαν γνωρίσει οι ίδιοι από κοντά τις περιοχές στις οποίες αναφέρονταν. Υπάρχουν ενδείξεις ότι τον 8ο αιώνα τριάντα δύο Έλληνες επίσκοποι ασκούσαν επίσημα τα καθήκοντά τους στον Μοριά. Υπάρχουν ακόμα ενδείξεις ότι στην Κόρινθο, περιοχή που υποτίθεται ότι είχε τελείως κατακλυστεί από Σλάβους, η ελληνική μητροπολιτική επισκοπή επέζησε. επίσης ότι στα τέλη του 6ου αιώνα δύο επίσκοποι της μητρόπολης της Κορίνθου είχαν αλληλογραφία με τον πάπα Γρηγόριο τον Μέγα. και τέλος ότι το 680, όπως και το 843, ο Έλληνας επίσκοπος της μητρόπολης της Κορίνθου έλαβε μέρος σε οικουμενικές συνόδους. Η μελέτη της λαογραφίας μάς παρέχει πρόσθετες ενδείξεις ότι ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων επέζησε κατά την περίοδο των σλαβικών επιδρομών. Η ελληνική λαϊκή παράδοση διασώζει διάφορες δοξασίες και έθιμα, που είναι γνωστό ότι χρονολογούνται από την προχριστιανική εποχή... Αν αυτές οι δοξασίες και τα έθιμα είχαν εξαφανιστεί, είναι αδιανόητο με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να μεταδοθούν ύστερα από ένα χρονικό διάλειμμα στους Σλάβους, που είχαν τη δική τους λαϊκή παράδοση, η οποία, μολονότι περιέχει δοξασίες κοινές με την ελληνική και με άλλες παραδόσεις, διακρίνεται ωστόσο καθαρά από τη γνήσια ελληνική παράδοση. Ο ελληνικός λαός με τη γλώσσα του και την παράδοσή του επέζησε όχι μόνο στην Πελοπόννησο και στην κεντρική Ελλάδα, αλλά και σε πολλά νησιά της ανατολικής Μεσογείου, στη νότια Μακεδονία, στις παραθαλάσσιες περιοχές της Θράκης και σε πολλά μέρη της Μικράς Ασίας. Στη Μικρά Ασία μάλιστα (όπως και στα νησιά) η επιμειξία με άλλους λαούς ήταν μικρότερη» (ό.π., σ. 20-21)
iv. «Από την εποχή του Ωριγένη και σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου, ώς τα χρόνια των Κομνηνών και των Παλαιολόγων, αναβίωσαν συχνά οι κλασσικές ιδέες». (ό.π., σ. 22)
v. Οι Έλληνες «ήταν οι κληρονόμοι μιας αναγέννησης που ξύπνησε μέσα τους τη συνείδηση της καταγωγής τους από τους αρχαίους Έλληνες - αναγέννησης που δεν θα ήταν εφικτή αν δεν υπήρχε η συνέχεια της γλώσσας και, ώς έναν ορισμένο βαθμό, η συνέχεια της φυλής. Αλλά είχαν επίσης κληρονομήσει τη βυζαντινή Ελλάδα, που είχε πολύ βαθιές ρίζες στον ελληνιστικό κόσμο - κι αυτός είχε τις καταβολές του στην κλασική Ελλάδα». (ό.π., σ. 24-25)
vi. «Οι οπαδοί του ελληνικού πνεύματος των Αθηνών είχαν εμποτισθεί βαθιά με την πεποίθηση ότι η Εκκλησία είχε διασώσει το Έθνος στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ενώ στους κύκλους του Πατριαρχείου...αναπτύχθηκε ένα δυνατό ελληνικό συναίσθημα, ένα συναίσθημα ότι ανάμεσα στους περιούσιους λαούς του Θεού οι "Έλληνες" κατείχαν την τιμητική θέση. Γι' αυτό, αντί να δώσουμε ιδιαίτερο βάρος στη διαμάχη ανάμεσα στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη, πρέπει να δούμε το θέμα ξεκινώντας από τη βάση ότι υπήρχαν δύο μορφές "Ελληνισμού", ο εθνικός "Ελληνισμός" και ο εκκλησιαστικός "Ελληνισμός", και οι δύο με κοινές σε μεγάλο βαθμό, αν και κάπως ακαθόριστες επιδιώξεις, που δεν συμφωνούσαν όμως αναγκαστικά σε ό,τι αφορούσε τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν εκείνη την ώρα» (ό.π., σ. 26).
 
34. Α. Smith, καθηγητής, στο Εθνική ταυτότητα
 
«Αν λάβουμε υπόψη τη γραφή και τη γλώσσα, ορισμένες αξίες, την ιδιαιτερότητα του περιβάλλοντος και τον πόθο του νόστου, την αδιάκοπη κοινωνική αλληλεπίδραση και την αίσθηση της θρησκευτικής και πολιτισμικής διαφορετικότητας - ακόμα και του αποκλεισμού - μπορεί να πει κανείς πως, κάτω από το πλήθος των κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών των τελευταίων δύο χιλιάδων χρόνων, διατηρήθηκε η αίσθηση της ελληνικής ταυτότητας και τα κοινά εθνοτικά αισθήματα» (σσ. 51-52)
«Μεγάλο μέρος από τη διασωθείσα κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας πράγματι διαφυλάχθηκε ή αναβίωσε. Ακόμα και κατά την περίοδο των σλαβικών μεταναστεύσεων...κυρίως στην Κωνσταντινούπολη σημειώθηκε μια αυξανόμενη έμφαση στην ελληνική γλώσσα, φιλοσοφία, φιλοσοφία και λογοτεχνία και μια στροφή προς τα κλασικά μοντέλα σκέψης και μάθησης. Παρόμοιες "ελληνικές αναγεννήσεις" επανεμφανίστηκαν τον 10ο και τον 15ο αιώνα αλλά και μετέπειτα». (σ. 51)
 
35. N. David, ιστορικός, στο Η εξέλιξη του μεσαιωνικού κόσμου
Η βυζαντινή αυτοκρατορία «τον 6ο αιώνα ήταν πλέον περισσότερο ελληνική παρά ρωμαϊκή» (σ. 23)
Οι Βυζαντινοί αποκαλούνται Έλληνες ήδη στα 578, οι αυτοκράτορες είναι «Έλληνες ηγεμόνες» (σ. 138). Ομοίως: σ. 141.
Ο βυζαντινός πολιτισμός είναι ένας ελληνικός πνευματικός κόσμος (σ. 147)
 
36. Πωλ Βεν (Paul Veyne), ιστορικός, στο Η ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία
Οἱ Ἕλληνες «δέχτηκαν νὰ θεωροῦνται Ρωμαῖοι μόνον μετὰ τὴν ἐξάλειψη τῆς Ρώμης καὶ τῆς ἰσχύος της» (σ. 308)
«Ἡ ἀνεξαρτησία ποὺ ἀπέκτησαν τὸν 5ο αἰώνα δὲν βασιζόταν στὴν ἀπόρριψη τῆς ρωμαϊκότητας πρὸς ὄφελος τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ ἀντίθετα στὸν ἐξοπλισμὸ τοῦ ἑλληνισμοῦ μὲ σύμβολα τῆς ρωμαϊκὴς ἐξουσίας» (σ. 309)
 
 
 
Β') ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΛΑΟΙ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ
 
(τα παρακάτω, όταν δεν αναφέρεται η πηγή, προέρχονται από το Δ. Κωνσταντέλου, Μαρτυρίες για την Ταυτότητα των Βυζαντινών και των Ρωμιών σε Ελληνικές Πηγές, περ. Πεμπτουσία, τχ. 7, 8, 9, Δεκέμβριος 2001 - Νοέμβριος 2002)
 
i) Άραβες
1. Ο Άραβας ιστορικός και γεωγράφος Ali al-Mascuch (8ος αι.) αναφερόμενος στην περίοδο του Ρωμαϊκού Λεκαπηνού και της πολιτικής του έναντι των Εβραίων χαρακτηρίζει την Αυτοκρατορία ως «την πατρίδα των Γραικών» και τον αυτοκράτορα «βασιλέα των Γραικών».
2. Σε ένα απόσπασμα της Ιστορίας του Ibn Zabala που γράφτηκε γύρω στο 814 μ,Χ. αναφέρεται ότι ο βασιλεύς των Γραικών έστειλε στον Αl-Walid βοήθεια, δηλαδή εργάτες, δινάρια και φορτία κύβων μωσαϊκού για την αναστήλωση του Τζαμιού του Προφήτη στη Μεδίνα.
3. O Άραβας γεωγράφος Shams ad Din, ευρέως γνωστός και ως Mukaddasi, γράφει ότι «θα παραλείψουμε εδώ την περιγραφή της Ταρσού και της περιφέρειάς της διότι επί του παρόντος ευρίσκονται εις τα χέρια των Γραικών». Ο Mukaddasi έγραφε γύρω στό 986.
4. Ο βυζαντινός πολιτισμός κατά τους Άραβες είναι Ighrigiyah καί Yunaniyun, δηλαδή ελληνικός, παρ’ όλο που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι Ρουμ, δηλαδή Ρωμαϊκή.
5. Ο Abu Uthman Jahiz [9ος αιώνας] επαινεί τη βυζαντινή αυτοκρατορία διότι είχε φιλοσόφους, ιατρούς, αστρονόμους, μουσικούς, βιβλιόφιλους, καλλιτέχνες. Οι Έλληνες καλλιτέχνες αναμφισβητήτως υπερέχουν πάντων στην αρχιτεκτονική και την γλυπτική, γράφει ο Jahiz. Είναι οι βυζαντινοί άνθρωποι που αγαπούν το ωραίο και που είναι κάτοχοι της αριθμητικής καλλιγραφίας και αστρονομίας και είναι θαρραλέοι και επιδέξιοι σε πολλά, προσθέτει ο ίδιος.
6. Τον 11ο αι. ο al Mubash-Shir αναφέρεται στους Έλληνες αυτοκράτορες. Ο λαός του Βυζαντίου σύμφωνα με τους Άραβες είναι «Ιγχριτσί», δηλαδοί Γραικοί.
7. Για τον Άραβα ταξιδιώτη Ίμπν Μπατούτα ο αυτοκράτορας που βασιλεύει στην Κωνσταντινούπολη είναι ο βασιλεύς των Γραικών. Πόλεις όπως η Σινώπη, Προύσα, ΄Εφεσος και Σμύρνη ονομάζονται πόλεις των Γραικών.
8. Στο Μαρτύριο των εξήντα τριών ανδρών που μαρτύρησαν στα Ιεροσόλυμα από τους Αγαρηνούς κατά το πρώτο ήμισυ του 8ου αιώνα οι μάρτυρες κατάγονταν από την «των Γραικών γην» και ήσαν από «το των Γραικών γένος», ο δε βασιλεύς τους ήταν « ο των Γραικών τους άρχων».
9. Κατά τον 11ο αιώνα, το 1047 ένας υψηλός κυβερνητικός αξιωματούχος από την επαρχία Κοιρασάν της Περσίας ταξίδευσε διά της Συρίας στην Παλαιστίνη όπου παρατήρησε ότι «από όλα τα μέρη της Ελληνικής αυτοκρατορίας Χριστιανοί και Ιουδαίοι είχαν έλθει προσκυνητές στα Ιεροσόλυμα.
10. Tο χρονικό του Al-Tabari που πέθανε το 923 κάνει λόγο για το Βυζαντινό Αυτοκράτορα ως άρχοντα των Γραικών.
11. Τον 11ο αιώνα, ο al Mubash-Shir [γεννηθείς Fatik] εξυμνεί τους Έλληνες αυτοκράτορες για τα μεγάλα έργα τους τους δρόμους, τις γέφυρες, τα τείχη, τα υδραγωγεία, τα εγγειοβελτικά έργα, τη φροντίδα τους για την καλή διοίκηση της Αυτοκρατορίας, τις επιστήμες και την ιατρική.
 
 
ii) Αρμένιοι
1. Τον 5ο αι. ο Αρμένιος Αγαθάγγελος (Agat' angeghos)  αποκαλεί την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βασίλειο των Ελλήνων, χώρα των Ελλήνων και μέρη των Ελλήνων, τον βυζαντινό στρατό ελληνικό στρατό.
2. Τον 5ο αι. ο Φαύστος (Pavstos) αποκαλεί τον Βάλεντα αυτοκράτορα των Ελλήνων.
3. Τον 5ο αι. ο Κοριούν (Koriun) αποκαλεί το Βυζάντιο τα ελληνικά μέρη.
4. Τον 5ο αι. ο Μωυσής ο Χωρηνός (Movses Khorenatzi) αποκαλεί το Βυζάντιο χώρα των Ελλήνων.
5. Τον 5ο αι. ο Ελισαίος (Yeghisheh) αναφέρεται στην χώρα των Ελλήνων έως της Νισίβης. Οι Βυζαντινοί καλούνται Έλληνες.
6. Τον 5ο αι. ο Λάζαρος από το Παρπί (Ghazar P' arpetzi) αποκαλεί το Βυζάντιο χώρα των Ελλήνων, τον Βυζαντινό αυτοκράτορα βασιλιά των Ελλήνων. Ο Λέων Α' (457-479) καλείται αυτοκράτορας των Ελλήνων.
7. Τον 7ο αι. ο Σεβαίος (Sebeos) αποκαλεί τον Μαυρίκιο βασιλιά των Ελλήνων, τον βυζαντινό στρατό ελληνικά στρατεύματα, χαρακτηρίζει τον βυζαντινοπερσικό πόλεμο επί Ηρακλείο ως πόλεμο μεταξύ Ελλήνων και Περσών, και αποκαλεί τους Βυζαντινούς Έλληνες. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας είναι ο αυτοκράτορας των Ελλήνων.
8. Τον 7ο αι. ο Ανανίας ο Σιρακηνός αναφέρεται στην χώρα των Ελλήνων και στα στρατεύματα των Ελλήνων.
9. Τον 8ο αι. ο Λεόντιος (Ghevond) αναφέρεται σε στρατηγό των Ελλήνων και αποκαλεί Έλληνες τους Βυζαντινούς.
10. Τον 10ο αι. ο Ψευδο-Σαπούχ Βαγρατίδης (Keghtz Shapouh Bagratouni) αποκαλεί τον Ηράκλειο βασιλιά των Ελλήνων και Έλληνες τους Βυζαντινούς.
11. Τον 11ο αι. ο Στέφανος ο Ταρωνίτης (Step'anos Taronetzi) αποκαλεί βασιλείς της μακεδονικής δυναστείας βασιλείς των Ελλήνων
12. Τον 11ο αι. ο Γρηγόριος Μάγιστρος (Grigor Magistros) αναφέρεται στην χώρα των Ελλήνων.
13. Τον 12ο αι. ο Ματθαίος ο Εδεσσηνός (Matt'eos Ourhayetzi) αναφέρεται στους ένδοξους Έλληνες, τους Βυζαντινούς, και στην χώρα των Ελλήνων, το Βυζάντιο.
14. Τον 13ο αι. ο Βαρδάν εξ Ανατολής (Vardan Areveltzi) αναφερόμενος στα 1151 κάνει λόγο για στρατηγό των Ελλήνων.
15. Τον 13ο. αι. ο Κοντόσταυλος Σεμπάτ (Smbat Sparepet) αναφέρεται στην κατάργηση στα 1204 του βασιλείου των Ελλήνων.
16. Τον 15ο. αι. ο Αβραάμ εξ Αγκύρας κάνει λόγο για τον
 μεγάλο άρχοντα των Ελλήνων Λουκά Νοταρά.
(Τα παραπάνω από το Χρ. Μ. Μπαρτικιάν, Το Βυζάντιον εις τας αρμενικάς πηγάς, Κέντρο Βυζαντινών Μελετών, 1981)
Σε όλες τις αρμενικές μεσαιωνικές πηγές οι βυζαντινοί αυτοκράτορες ονομάζονται Ιωΰν, Έλληνες. Από τον τέταρτο και πέμπτο ακόμη αιώνα για τους Αρμενίους ιστορικούς το ανατολικό τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αναφέρεται ως η χώρα των Ελλήνων-Ιώνων. Ο ιστορικός Elishe στην ιστορία του Βαρδάνη και των Αρμενικών πολέμων σπανίως καλεί την Ελληνική Αυτοκρατορία Ρωμαϊκή και τους κατοίκους της Ρωμαίους. Ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου είναι αυτοκράτορας των Γραικών. Παρόμοιες πληροφορίες παρέχει και ο Γρηγόριος Ναρεκάκι (Grigor Narekaci) ο οποίος σε πανηγυρικό του για το Βασίλειο Β' και Κωνσταντίνο VIII γράφει για διάφορες βιαιότητες που συνέβησαν «σε επαρχίες του κράτους των Γραικών». Τα στρατεύματα της Αυτοκρατορίας φέρονται ως ελληνικά στρατεύματα. Εν τούτοις, ο ίδιος ιστορικός ονομάζει τον Βασίλειο όχι μόνο Αυτοκράτορα των Ελλήνων-Γραικών αλλά και των Ρωμαίων. Όταν οι Μωαμεθανοί επετέθησαν και κατέλαβαν εδάφη της Αρμενίας, πολλοί Αρμένιοι κατέφυγαν στη χώρα των Γραικών οι οποίοι τους δέχθηκαν με πολλή συμπάθεια καί αγάπη. Ὁ Στέφανος Ὀρμπελιάν (1250-1305) γράφει: «ὁ βασιλεύς τῶν Yoyn [=Ἰώνων, Ἑλλήνων], δηλαδή τῶν Horom [=Ρωμαίων]».
 
Σχετικά με τους «αρμενικής καταγωγής αυτοκράτορες» της Ρωμανίας: Αντί οι διάφοροι βυζαντινοφάγοι να παραθέτουν γνωστά αποσπάσματα βυζαντινών κειμένων στα οποία αναφέρεται η αρμενική καταγωγή διάφορων αυτοκρατόρων, καλό θα ήταν να μην ξεχνάνε (σε περίπτωση που γνωρίζουν) την άποψη που είχαν οι Βυζαντινοί για την προέλευση των Αρμενίων. Για παράδειγμα
Α) Ο Συμεών Μάγιστρος (Χρονογραφία) αναφέρει ότι ο Λέων Ε’ Αρμένιος ήταν «ἐξ Ἀρμενίων» προσθέτοντας –εδώ είναι το σημαντικό– ότι «Ἀρμένιοι δὲ ἀπὸ Ἀρμενίου τινὸς οὕτω καλουμένου, τοῦ ἀπὸ Ἀρμενίας πόλεως Θετταλίας γενομένου, ὃς Ἰάσονι συνεστράτευσεν», δηλαδή θεωρεί ελληνικής καταγωγής τους Αρμενίους.
Β) Ὁ Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος γράφοντας για τον παππού του, Βασίλειο Α’ Μακεδόνα, αναφέρει ότι ο δεύτερος καταγόταν από τους Αρσακίδες της Αρμενίας (κεφ. 2) αλλά αναφέρει ότι η μητέρα του καταγόταν από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και τον Μ. Αλέξανδρο (κεφ. 3).
Το συμπέρασμα είναι ότι η αρμενική καταγωγή στα μάτια των ίδιων των Βυζαντινών, και αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία σχετικά με το πώς έβλεπαν εθνοτικά τον εαυτό τους και τους βασιλείς τους, δεν σήμαινε απουσία ελληνικότητας, το αντίθετο: ήταν οι Αρμένιοι που εντάσσονταν σε μια αρχαιοελληνική φυλετική οικογένεια έτσι ώστε τελικά –πάντοτε, στα μάτια των Βυζαντινών– δεν υπήρχε ζήτημα αφελληνισμού και απορωμαϊσμού λόγω της αρμενικής καταγωγής.
 
Το ίδιο συμβαίνει και με το «Αύσονες». Κατά τον Σουΐδα, ο Αὔσων ήταν γιος του Οδυσσέα και της Καλυψώς, που βασίλεψε στην Ιταλία· η σικελική θάλασσα ήταν ο «Αυσόνιος πόντος». Δηλαδή, το «Αύσονες» για τους Βυζαντινούς δεν σημαίνει απλώς «οι αρχαίοι κάτοικοι της Ιταλίας», δηλαδή κάτι άσχετο με τους αρχαίους Έλληνες, αλλά πάλι συσχετίζεται με την ελληνική μυθολογία και τους αρχαίους Έλληνες - κι όχι με τους αρχαίους Ρωμαίους της Ρώμης.
 
 
 
iii) Εβραίοι
1. Εβραϊκά κείμενα του δεκάτου, αιώνα από τη Χαζαρία όπου υπήρχαν πολλοί Εβραίοι, είτε μετανάστες εκεί ή και προσήλυτοι κάνουν λόγο για τη χώρα της Γραικίας κι ότι ο Ρώσος Πρίγκηπας Ολέγ σε εκστρατεία του εναντίον της Γραικίας «ηττήθη κατά κράτος από τους Γραικούς»
2. Μαρτυρία από την Ισλαμική Αίγυπτο: Όταν ο Χαλίφης al-Hakim [996-1021] άρχισε να επιβάλλει διαφόρους περιορισμούς στους Εβραίους, τους ενεθάρρυνε να μεταναστεύσουν «στις επαρχίες των Γραικών».
3. ο Ισπανοεβραΐος Βενιαμίν από την Τουδέλα κατά τον 12ο αιώνα ταξίδευσε στην Ανατολή και επισκέφθηκε πολλές πόλεις της Αυτοκρατορίας. Για τον Βενιαμίν ολόκληρη η Βαλκανική χερσόνησος και η Μικρά Ασία ονομάζονται Γραικία. Η Κωνσταντινούπολη για τον Βενιαμίν είναι πρωτεύουσα της Γιαβάν η οποία ονομάζεται Γραικία. Ο Βενιαμίν προσθέτει ότι «οι Γραικοί δεν είναι πολεμοχαρείς. Διά τους πολέμους των έχουν μισθοφόρους...Εις την Κωνσταντινούπολη είναι η εκκλησία της Αγίας Σοφίας και η έδρα του πάπα των Γραικών... Οι Γραικοί δεν υπάγονται εις τον πάπα της Ρώμης». Οι Γραικοί περιγράφονται ως «πολύ πλούσιοι, κάτοχοι χρυσού και πολύτιμων λίθων, καλοντυμένοι και με πλούσια αγαθά άρτου, κρέατος καί οίνου. Ο πλούτος της Κωνσταντινουπόλεως δεν ευρίσκεται στον υπόλοιπο κόσμο. Εδώ ευρίσκονται άνθρωποι που έχουν μελετήσει όλα τα βιβλία των Γραικών». Ο Βενιαμίν παρουσιάζει μία λίαν κολακευτική εικόνα της Κωνσταντινουπόλεως, της πρωτεύουσας των Γραικών".
 
 
iv) Δυτικοί
1. ανώνυμος Φράγκος συγγραφέας του Χρονικού του Μωρέος (14ος αι.): «Διαβόντα γαρ χρόνοι πολλοί αυτείνοι οι Ρωμαίοι / Έλληνες είχαν το όνομα, ούτως τους ωνομάζαν / -πολλά ήταν αλαζονικοί, ακόμη το κρατούσιν - / από την Ρώμη απήρασιν το όνομα των Ρωμαίων» (στ. 795).
2. O επισκοπος Βιέννης γράφει προς τον Χλωροβίκο (Κλόβις), πρώτο βασιλιά των Φράγκων που βαφτίστηκε Χριστιανός στα τέλη του 5ου αι.: «Η Ελλάδα μπορεί να χαίρεται που έχει εκλέξει ένα δικό μας (ορθόδοξο) αυτοκράτορα» (Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών ΑΕ, τ. Ζ’ σ. 144).
3. Σε πολλές βιογραφίες παπών, όπως του Στεφάνου II, Χορμίσδα, Ιωάννου Ι, Ιωάννου III, Στεφάνου III, Αδριανού Ι, Νικολάου Ι για να περιοριστούμε στους πρώτους μεσαιωνικούς χρόνους, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ονομάζεται Γραικία, ο Αυτοκράτοράς της, βασιλεύς των Γραικών και οι πολίτες της Αυτοκρατορίας Γραικοί.
4. Πλείστες άλλες πηγές, ιστορικές αφηγήσεις, χρονογραφίες, εκκλησιαστικοί κανόνες και βίοι αγίων από την Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Γερμανία και τις Βρετανικές νήσους συμφωνούν με τις άλλες λατινικές μαρτυρίες. Μόνο ονόματα θα μνημονεύσω, όπως τον πάπα Γρηγόριο τον Μέγα, Γρηγόριο του Τουρίνου, Σεβαστό Μπηντ, Ισίδωρο Σεβίλλης, Λιουτμπράντο Κλεμόνας, Παύλο τον Διάκονο τον χρονογράφο των Λογγοδάρδων. Για όλους αυτούς το Βυζάντιο ήταν Γραικία και οι κάτοικοί του Γραικοί.
5. Στο κείμενο που έγραψε ο Λομβαρδός πρέσβης του Γερμανού Αυτοκράτορα Όθωνα, ο Λιουτπράνδος επίσκοπος της Κρεμώνας (Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικηφόρου Φωκά,  Στοχαστής, Αθήνα 1997) οι "Έλληνες" δεν χαρακτηρίζονται ως κάποιοι "ελληνόφωνοι= μεσαιωνικοί Γραικοί" άσχετοι με τους αρχαίους, αλλά σαφέστατα δείχνεται ότι για τους Δυτικούς οι μεσαιωνικοί Γραικοί είναι η συνέχεια των αρχαίων Ελλήνων. Έτσι διαβάζουμε:
- (σ. 43, κεφ. 30): Τώρα όμως, κύριοί μου [Γερμανοί αυτοκράτορες], των Δαναών τους δόλους.....Στο μεταξύ, ο αδελφός του Αδάλβερτου Κώνας θα κινηθεί εναντίον σας με το δικό του στρατό και με εκείνο των Αργείων
        [Ο Λιουτπράνδος χρησιμοποιεί στην πρώτη φράση στίχο του Βιργίλιου, ο οποίος φυσικά αναφερόταν στους αρχαίους Έλληνες, αλλά τον χρησιμοποιεί για τους Βυζαντινούς ταυτίζοντάς τους με τους Άρχαίους]
- (σ. 46, κεφ. 35): ...πόσο έτοιμοι είναι οι Έλληνες να ορκιστούν στο κεφάλι κάποιου άλλου -άρχισε να ορκίζεται μα το κεφάλι του αυτοκράτορα..
        [Ο Λ. χρησιμοποιεί στίχο του Ιουβενάλη, ο οποίος αναφέρεται στους αρχαίους Έλληνες, προκειμένου να κάνει λόγο για τους Βυζαντινούς]
- (σ. 62, κεφ. 57): των Αργείων  η πίστη αβέβαιη....για να κερδίσει το Άργος πόσο ψευδορκεί! ...Η ψεύδορκος Ελλάδα
       [το τελευταίο είναι στίχος του Ιουβενάλη, ο οποίος έζησε τον 1ο μ.Χ. αιώνα, και φυσικά αναφερόταν στους αρχαίους Έλληνες. Όμως ο Λιουπράνδος χρησιμοποιεί την ίδια φράση, την οποία ξέρει σε     ποιους την απευθύνει ο Ιουβενάλης, για τους σύγχρονούς του ελληνόφωνους. Μήπως ο Λιουπτάνδος... ήταν αρχαιολάτρης όπως και οι Βυζαντινοί;]
 - (σ. 67, κεφ. 63): ...Ο τσιγκούνικους δείπνος τους αρχίζει και τελειώνει με μαρούλια, που κάποτε έκλειναν τους δείπνους των προγόνων τους
        [Εδώ ο Λιουτπράνδος ειρωνεύεται τα φαγητά των επαρχιακών Ορθόδοξων επισκόπων όλης της Ελλάδας, και δεν βρίσκει άλλο τρόπο να εκφράσει την ειρωνεία παρά χρησιμοποιώντας στίχους του Μαρτιάλη, ο οποίος αναφέρεται στους αρχαίους Έλληνες. Κι εδώ ο Λ. θεωρεί ότι οι Βυζαντινοί είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων]
Κατά τα άλλα, σύμφωνα με τους αρνητές της ελληνικότητας των Βυζαντινών, η άποψη των βυζαντινών λογίων ότι είναι Έλληνες ήταν απλώς αποτέλεσμα της παρα-μόρφωσής τους και της υπερβολικής ενασχόλησής τους με την αρχαία ελληνική γραμματεία. Την ίδια άποψη όμως υιοθετεί αβίαστα κι ο Λιουτπράνδος, χωρίς να θεωρεί τους Γραικούς της εποχής του κάτι άλλο από τους αρχαίους Έλληνες, χωρίς να έχει υποστεί κάποια πλύση εγκεφάλου από βυζαντινούς λογίους, και χωρίς να έχει ασχοληθεί με την αρχαία ελληνική γραμματεία - ήξερε μόνο τους Λατίνους και έμαθε τα ελληνικά σε μεγάλη ηλικία στην Κ/πολη. Το Βυζάντιο και οι Βυζαντινοί καλούνται με λέξεις που αφορούν τους προκλασσικούς Έλληνες (Άργος, Αργείοι, Δαναοί)! Φαίνεται ότι για τους αρνητές της ελληνικότητας των Βυζαντινών απλώς "από ατύχημα" οι μεσαιωνικοί Δυτικοί και ταυτόχρονα οι Βυζαντινοί πίστευαν  ότι οι δεύτεροι ήταν απόγονοι των Ελλήνων. Πάντως, καταρρίπτεται η αστεία άποψη ότι το μεσαιωνικό δυτικό Γραικός σήμαινε για τους Δυτικούς όχι τον απόγονο των Ελλήνων αλλά απλώς τον ελληνόφωνο ή τον σχισματικό/μη Καθολικό.
 
6. Τον 9ο αἰώνα, στὸ δυτικὸ μεσαιωνικὸ ποίημα “De mutata Romae fortuna” (incerti auctoris, ed. N. E. Lemaire, Poetae Latini Minores vol. 4 (Paris, 1825), pp. 537-538), ο ανώνυμος Δυτικός υποστηρίζει ότι το όνομα και ο τίτλος της Ρώμης έχουν δοθεί στους Έλληνες, και μάλιστα –το κυριότερο– αποκαλεί «Πελασγική γη» την "Ελλάδα", δηλαδή το Βυζάντιο, ενάντια στα φληναφήματα πως τάχα οι μεσαιωνικοί Δυτικοί αποκαλούσαν τους Βυζαντινούς  Γραικούς=απλώς ελληνόφωνους και, συνεπώς, πως δεν τους συσχέτιζαν με τους Αρχαίους Έλληνες:
Nobilibus quondam fueras cōnstructa patrōnīs
subdita nunc servis, heu, male Roma tuis.
Deseruere tui tanto te tempore reges;
cessit et ad Graecos nomen honosque tuus.
Cōnstantīnopolis florens, nova Roma vocatur, 5
moribus et muris Roma vetusta cadis.
Transiit imperium, mansitque superbia tecum;
cultus avaritiae te nimium superat.
Vulgus ab extremis distractum partibus orbis,
servorum servi, nunc tibi sunt domini. 10
In te nobilium rectorum nemo remansit,
ingenuique tui rura Pelasga colunt.
Truncasti vivos crudeli funere sanctos,
vendere nunc horum mortua membra soles.
Nam nisi te meritum Petri Paullique foveret, 15
tempore iam longo Roma misella fores.
(Once upon a time you had been built up by noble patrons; now, alas, Rome, you are shamefully subjected to your (former) slaves (i.e. the Goths). The emperors who ruled here for such a long time have abandoned you, and YOUR NAME AND TITLE HAVE BEEN CEDED TO THE GREEKS).
 
 
v) Ρώσσοι
1. Οι πρώτες ρωσικές πηγές γνωστές ως Διηγήσεις Περασμένων Χρόνων και ως το Χρονικό του Νέστορος περιγράφουν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως Γραικία και τους κατοίκους της ως Γραικούς. Ο βασιλεύς τους είναι «βασιλεύς των Γραικών». Ο Ρώσος πρίγκιπας Ιγκόρ προχώρησε εναντίον «των Γραικών» και έλαβε χρυσό καί δώρα από τους «Γραικούς». Αλλά ποιοι είναι οι «Γραικοί»; Είναι οι Μακεδόνες, Θράκες, Θεσσαλοί, Ηπειρώτες, Πελοποννήσιοι και άλλοι από ολόκληρο «τον ελληνικόν κόσμον».
2. τα χειρόγραφα που περιγράφουν τις περιπέτειες του Στεφάνου του Νοβγκορόντ μιλούν για το Τυπικό του άγιου Σάββα το οποίο ακολουθήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στο Άγιο Όρος, σε Μονές παρά τον Ιορδάνη και «απανταχού της χώρας των Γραικών»
 
 
vi) Τούρκοι
1. Στα χρόνια του Μπατούτα ο Γαζής Τσελεμπί, που ήταν διοικητής της Σινώπης, πόλεως περικυκλωμένης από έντεκα χωριά κατοικούμενα από «απίστους Γραικούς», συνήθιζε να εκστρατεύει «εναντίον των Γραικών». Η Έφεσος, μεγάλη και αρχαία πόλη «ελατρεύετο από τους Γραικούς». Η Προύσα πάρθηκε «από τους Γραικούς». Όταν η Σμύρνη πολιορκούνταν από τους Τούρκους υπό την πίεση της πολιορκίας «οι Γραικοί έκαμαν έκκλησι για βοήθεια στον Πάπα»
 
 
vii) Σύριοι
1. Για τον Σύριο μοναχό Ιησού Στυλίτη (αρχές 6ου αι.) οι βυζαντινοί στρατιώτες είναι «Γραικοί στρατιώτες». Η Συριακή Αποκάλυψη ταυτίζει Ρωμηούς και Γραικούς.
2. Ἡ Συριακή Ἀποκάλυψη ταυτίζει Ρωμηούς καί Γραικούς («..βασιλεύς Ἑλλήνων, ἤτοι Ρωμαίων»).
 
viii) Πέρσες
οἱ Rum ἦταν οἱ ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων καὶ βιβλικῶν "Ἰώνων" καὶ τοὺ Μ. Ἀλεξάνδρου:
“In Persian literature, the term Rum and its ethnic connotations were primarily from Arab geographers. Rum variously signified the ancient Greeks (known also as Yunani [from Ionians]), occasionally the ancient Romans (known also, just like the people from western Europe, as Farangi [from Franks]), and the Byzantines. From the 11th century, the term al-Rum (i.e., Rum with the definite article ) was used to denote Asia Minor. In addition, theological writers regarded the Rum as descendants of the biblical Yonan (Genesis 10:2,4) and/or  a certain Romal(n)us (this detail is of Byzantine/Christian origin). Those writing in national genres, such as Firdausi in the Shah-nama and Nizami in the Iskandar-nama, connected the Rum with Alexander the Great. […] the Rum  were considered equals since they derived their origins from Alexander the Great and possessed an ancient culture as noble as that of  the Iranians. In poetry and folklore Byzantine warriors appear as knights, equipped with gleaming weapons, banners, trumpets, cymbals, and the obligatory cross. […] In Persian literature the Rum are distinguished by their Christian faith….Some features of the Christian cult were regarded favorably. …The same texts extols Alexander the Great because he was wedded “in Christian prayer”. The attitude of Persian writers toward Byzantine cultural achievements was ambivalent. In a negative vein, they considered the Byzantines to be pale imitators of the ancient Greeks, a view that can be traced to Arab authors. This perception of byzantine inadequacy was heightened because of the empire’s location in the west- in Sufi thought, the source of all evils. Byzantine emperors, moreover, were seen as too harsh. In a positive vein, the Rum were also viewed as the heirs of the ancient Greeks, and as such were bearers of good. Like the Greeks, they were depicted as skilled musicians, artisans, and even doctors, rivaled only by the Chinese. Persian authors often mention the Rum as superb painters and describe their icons. Rum was also considered to be the land of wisdom. The wealth of Byzantium was central to the positive image of Rum,  which was popularly depicted as a land rich in gold, jewels, furs, silks, etc., and its luxury products were considered as valuable as those coming from China” (Nikolaj I. Serikoff, “Persian literature”, στο Alexander Kazhdan (επ.), The Oxford Dictionary of Byzantium, Oxford UP, Ν. Υόρκη-Οξφόρδη 1991, σ. 1632-3)
 
 
Η αντιδιαστολή μεταξύ «ητικής» και «ημικής» αντίληψης για τους Βυζαντινούς δεν μπορεί να βασίζεται στην έγκυρη αντίστοιχη αντιδιαστολή λ.χ. όσον αφορά τους Ούγγρους. Πράγματι, οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν Δάκες ή Παίονες τους Ούγγρους αλλά ήταν οι μόνοι που έκαναν κάτι τέτοιο, και συνεπώς η αντίληψη των Βυζαντινών μπορεί να ερμηνευθεί ως αρχαϊσμός και συνεπώς δεν έχουμε κανένα λόγο να δεχτούμε ότι οι τοτινοί Ούγγροι ήταν απόγονοι των Παιόνων. Αντίθετα, επειδή όλοι οι λαοί τριγύρω από τη Ρωμανία αποκαλούσαν (σε διάφορες στιγμές) Γραικούς τους Βυζαντινούς, η αντιδιαστολή «ητικής» και «ημικής» αντίληψης δεν έχει νόημα στους Βυζαντινούς.
 
 
 
Γ') ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΡΩΜΑΝΙΑΣ
 
i) Πριν από την Άλωση
1. Το όνομα Έλληνας με τη σημασία της εθνικής καταγωγής μπορεί να εντοπιστεί ήδη στα μέσα του 12ου αιώνα από τον Γεώργιο Τορνίκη, ήδη πρίν την Άλωση της Πόλης από τους Φράγκους στα 1204 (A. Τoynbee, Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους, σ. 213).
 
2. Επίσης χρησιμοποιείται με την ίδια έννοια, μετά το 1204, από τον θεολόγο Καβάσιλα, από τον Νικηφόρο Βλεμμύδη, από τον Θεόδωρο Μετοχίτη (που έχτισε τη μονή της Χώρας στην Πόλη) και από πολλούς άλλους Χριστιανούς διανοούμενους.
 
3. «Η μόδα άρχισε στην Θεσσαλονίκη. Ο Νικόλαος Καβάσιλας [1290-1371], ο οποίος ήταν Θεσσαλονικιός, έγραψε για "την κοινότητά μας, της Ελλάδας". Αρκετοί από τους σύγχρονούς του ακολούθησαν το παράδειγμά του» (St. Runciman, The Fall of Constantinople, σ. 15). Ο Καβάσιλας έγραφε για τη Θεσσαλονίκη: «νομίζω ότι δεν υπάρχει ούτε ένας από τους σύγχρονους Έλληνες παντού σε όλη τη χώρα μας, που να μην τιμά την πόλη μας σαν πρόγονο, θεωρώντας την μητέρα της παιδείας…Τέτοιος είναι ο χαρακτήρας της πόλης μας και με τέτοια ακρίβεια σε κάθε τι που γινόταν διαφύλαξε τους νόμους των αρχαίων Ελλήνων. Η σχέση της μαζί τους δεν περιορίστηκε μονάχα στο όνομα. Γιατί παραλείπω την φιλοσοφία κι όσους ασχολήθηκαν εδώ μ’ αυτήν· είναι τόσοι πολλοί, που ούτε σε ολόκληρη την υπόλοιπη Ελλάδα δεν υπάρχουν τόσοι» (Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σ. 98).
 
4. Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης «ονομάζει "ελληνίδα επικράτειαν" το έδαφος της αυτοκρατορίας της Νίκαιας» (Pappadopoulos Averkios Th., Versuch einer Genealogie der Palaeologen 1259-1453  στο Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σ. 77).
 
5. Ο Θεόδωρος Μετοχίτης γράφει «...σε μας, οι οποίοι έχουμε την ίδια καταγωγή και την ίδια γλώσσα με αυτούς [τους Έλληνες] και είμαστε διάδοχοί τους» (ἡμῖν οἳ καὶ τοῦ γένους ἐσμὲν καὶ τῆς γλώσσης αὐτοῖς [τοῖς Ἕλλησι] κοινωνοὶ καὶ διάδοχοι» (Β. Σπανδάγου-Ρ. Σπανδάγου-Δ. Τραυλού, Οι θετικοί επιστήμονες της βυζαντινής εποχής, σ. 117).
 
6. Στο α’ μισό του 10ου αι. ο Ιωσήφ Γενέσιος γράφει (Περί βασιλειών, Γ’, 9) ότι, κατά τη διάρκεια μιας μάχης μεταξύ Ρωμηών και Αράβων, έναν αιώνα πριν, το ηθικό των πρώτων αναπτερώθηκε επειδή κάποιος αξιωματούχος τους ανέφερε στους στρατιώτες του μια φράση από την Ιλιάδα (Ε, 529).
 
7. Ο Δημήτριος Κυδώνης γράφοντας στα 1345 στον Ιωάννη ΣΤ’ λέει «Στην Μακεδονία υπάρχουν και πόλεις μεγάλες και στρατός πολύς και συνηθισμένος να τρέπη σε φυγή τους βαρβάρους..και το όνομά της μόνο προξενεί φρίκη σ’αυτούς, επειδή θυμούνται τον Αλέξανδρο και τους λίγους Μακεδόνες που μαζί του σκέπασαν την Ασία. Δείξε λοιπόν σ’ εκείνους, βασιλιά μου, ότι υπάρχουν και οι Μακεδόνες και ο βασιλιάς Αλέξανδρος, μόνο που ζη σε άλλα χρόνια» (Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σ. 101).
 
8. Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ισίδωρος Γλαβάς (1380-1384) «εξιδανικεύει τους αρχαίους Έλληνες και τους προβάλλει στους χριστιανούς συμπολίτες του ως παράδειγμα "φιλαδελφείας"» (Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σ. 210).
 
9. Ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις ονόμαζε το κράτος της Νίκαιας Ελλάδα και υποστήριζε ότι «ἁπάσων τῶν γλωσσῶν τὸ ἑλληνικὸν ὑπέρκειται γένος». Θεωρούσε τους υπηκόους του απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, κι έγραφε επιγραμματικά «Ελλήνων χριστωνυμούμενον κλέος ου σβέννυται» (Κ.Μ. Πλακογιαννάκη, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος και πολιτισμός των Βυζαντινών, σ. 157).
Επίσης ονομάζει το βασίλειο της Νίκαιας «Ελληνικόν»: «ὁπόταν ...ἐκ τῆς Εὐρώπης ἐπανέλθη πρὸς τὸ Ἑλληνικόν»  και «Ελλάδα»: «σὺ δὲ πότ' ἂν ἐκ τῆς Εὐρώπης ἀνέλθης εἰς τὴν Ἑλλάδα» (N. Festa, Theodori Ducae Lascaris Epistulae CCXVII, σσ. 165, 176, στο Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σ. 77).
Σε μια άλλη επιστολή του γράφει «τὰ ἔθνη μάχεται καθ’ ἡμῶν. καὶ τίς ὁ βοηθήσων ἡμῖν; Πέρσης πῶς βοηθήσει τῷ Ἕλληνι; Ἰταλὸς καὶ μάλιστα μαίνεται, Βούλγαρος προφανέστατα, Σέρβος τῆ βία βιαζόμενος καὶ συστέλλεται… Μόνον δὲ τὸ Ἑλληνικὸν αὐτὸ βοηθεῖ ἑαυτῷ». (N. Festa, Theodori Ducae Lascaris Epistulae CCXVII, σελ.  58, στο Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σ. 77). Πράγμα που καταρρίπτει, 500 χρόνια πριν από τον αιώνα του Διαφωτισμού, τον 18ο, τον ισχυρισμό ότι οι Βαλκάνιοι Ορθόδοξοι ήταν ώς τον 18ο αι. ένας λαός, και ότι εξαιτίας των δυτικών ιδεολογικών και αντιλήψεων διασπάστηκαν τον 19ο αι. σε Έλληνες, Βούλγαρους, Σέρβους κοκ.
Επίσης αναφέρεται στην ελληνοβουλγαρική διαμάχη στην Μακεδονία: «καλῶς γὰρ ὠκοδομήθη τὰ Βουλγαρικὰ παρ' ἡμῶν καὶ (ἡ) τούτων ὑπ' αὐχένων ἔπαρσις διὰ τὰς πρὸς τὰ ὄρη διατριβὰς τοῖς πολλοὶς κειμένη καὶ γέγονε, καὶ κλιτοτράχηλοι οἱ  ἀκαμπεῖς τοῖς Ἑλληνικοῖς στρατεύμασιν ἀπεφάνθησαν...διὰ ταῦτα τυραννούμενοί τε καὶ μή, πρὸς τὴν Φιλίππου κεκατηντήκαμεν καὶ γῆν ἐθεασάμεθα τὴν Ἀλεξάνδρου ποτὲ σκυλευομένην καὶ παιζομένην παρὰ Βουλγάρων ὀλιγοστῶν ἀσθενῶν» (N. Festa, Theodori Ducae Lascaris Epistulae CCXVII, σσ. 252-253, στο Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σελ. 78)
Μάλιστα, αναγγέλοντας στον δάσκαλό του τις νίκες του εναντίον του βασιλιά της Βουλγαρίας, τον προτρέπει να θαυμάσει «ἐκ βάθους καρδίας τὰ ὑψηλὰ κατορθώματα τῆς ἑλληνικῆς ἀνδρείας» (N. Festa, Theodori Ducae Lascaris Epistulae CCXVII, σσ. 62-63, στο Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σελ. 78).
Επιπλέον, θαυμάζει τα αρχαία μνημεία της Περγάμου, τα οποία θεωρεί «ἑλληνικῆς μεγαλονοίας μεστὰ καὶ σοφάις ταύτης ἰνδάλματα» (N. Festa, Theodori Ducae Lascaris Epistulae CCXVII, σελ. 107, στο Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σελ. 78)
Όταν αντιμετωπίζει με επιτυχία μια φιλοσοφική συζήτηση που είχε προκαλέσει στη Νίκαια ο απεσταλμένος του αυτοκράτορα της Γερμανίας, τη θεωρεί εθνική νίκη «Ἑλλήνων πρὸς Ἰταλούς» (N. Festa, Theodori Ducae Lascaris Epistulae CCXVII, σελ. 52, στο Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σελ. 78)
 
10. Ο Ιωάννης Βατάτζης, Ρωμηός αυτοκράτορας της Νίκαιας (στο διάστημα κατά το οποίο η Κωνσταντινούπολη ήταν υπόδουλη στους Φράγγους), γράφει στην απαντητική του επιστολή προς τον πάπα Γρηγόριο μεταξύ άλλων τα εξής (πρωτοδημοσιευμένη στο περιοδικό Αθήναιον, τόμος 1ος, Αθήνα 1872, σσ. 372-378) : «Ἐσήμαινε δὲ τὸ τοιοῦτον γράμμα, ὅτι τε ἐν τῶ γένει τῶν Ἑλλήνων ἡμῶν ἡ σοφία βασιλεύει [...] Ἐκεῖνο δὲ πῶς ἠγνοήθη, ἢ καὶ μὴ ἀγνοηθέν, πῶς ἐσιγήθη, τό, συν τῆ βασιλευούση παρ' ἡμῖν σοφία, καὶ τὴν κατὰ κόσμον ταύτην βασιλείαν τῶ ἡμῶν προσκεκληρῶσθαι γένει παρὰ τοὺ μεγάλου Κωνσταντίνου [...] ἡμεῖς δὲ οὐκ ἀνταπαιτήσομέν σε διαβλέψαι τε καὶ γνῶναι τὸ προσὸν ἡμῖν δίκαιον ἐς τὴν ἀρχήν τε καὶ τὸ κράτος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὃ τὴν ἀρχὴν μὲν ἔλαβεν ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου, διὰ πλείστων δὲ ὁδεῦσαι τῶν ἀρξάντων μετ' ἐκεῖνον ἐκ τοῦ ἡμετέρου γένους, καὶ ἐς ὅλην χιλιετηρίδα παραταθέν, ἄχρι καὶ ἡμῶν ἔφθασεν;  Αὐτίκα οἱ τῆς βασιλείας μου γενάρχαι, οἱ ἀπὸ τοῦ γένους τῶν Δουκῶν τε καὶ Κομνηνῶν, ἵνα μὴ τοὺς ἑτέρους λέγω, τοὺς ἀπὸ γενῶν ἑλληνικῶν ἄρξαντας· οὗτοι γοῦν οἱ ἐκ τοῦ ἐμοῦ γένους, εἰς πολλὰς ἐτῶν ἑκατοστ[ύας] τὴν ἀρχὴν κατέσχον τῆς Κωνσταντινουπόλεως [...] ἔθνους καὶ γὰρ ὁ βασιλεύων, καὶ λαοῦ, καὶ πλήθους ἄρχειν λέγεται καὶ κρατεῖν, ἀλλ' οὐ τῶν λίθων τε καὶ ξύλων, ἃ τὰ τείχη συνιστῶσι καὶ τὰ πυργώματα [...] οὐδέποτε παυσόμεθα μαχόμενοι καὶ πολεμοῦντες τοῖς κατάγουσι τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἦ γὰρ ἂν ἀδικοίημεν καὶ φύσεως νόμους, καὶ πατρίδος θεσμούς, καὶ πατέρων τάφους, καὶ τεμένη θεῖα καὶ ἱερά, εἰ μὴ ἐκ  πάσης τῆς ἰσχύος τούτων ἕνεκα διαγωνισόμεθα»
            Επειδή κάποιοι θεωρούν την επιστολή πλαστή ο Κ. Χολέβας έχει γράψει στο antibaro.gr: "Ὁ Ἀντώνιος Μηλιαράκης (1841-1905) δημοσίευσε μία κακοποιημένη νεοελληνική μετάφραση-παράφραση τῆς ἐπιστολῆς στό βιβλίο του Ἱστορία τοῦ Βασιλείου τῆς Νικαίας (*). Αὐτή τήν ἀδόκιμη παράφραση διάβασε ὁ Γερμανός Αὔγουστος Heisenberg καί τό 1899 ἀμφισβήτησε τή γνησιότητά της λέγοντας ὅτι δέν ἦταν δυνατόν ἡ σώφρων Βυζαντινή γραμματεία νά ἔχει συντάξει ἕνα τέτοιο κείμενο....Στήν ἀμφισβήτηση τοῦ Heisenberg ἀπήντησε τεκμηριωμένα τό 1930 ὁ Γάλλος μοναχός Venance Grumel. Εἶχε τήν ἐξαιρετική τύχη νά βρεῖ στα΄Ἀρχεῖα τοῦ Βατικανοῦ τήν ἐπιστολή, τήν ὁποία ἔστειλε στόν Ἰωάννη Βατάτζη ὁ Πάπας Νικόλαος Θ΄ καί ἡ ὁποία ἀρχίζει μέ τήν φράση: «Ἐπειδή πιστεύεται ὅτι ἡ σοφία βασιλεύει εἰς τούς Ἕλληνας...». Ὁ Grummel πιστεύει ὅτι ἄν ὁ Heisenberg γνώριζε τήν ἐπιστολή τοῦ Πάπα , στήν ὁποία ἀπαντᾶ λέξη πρός λέξη ὁ Βατάτζης δέν θά ἀμφισβητοῦσε τό κείμενο τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Νικαίας. Τό θέμα ἔτσι ἔληξε γιά τους ἐπιστήμονες καί ὁ Franz Dolger στά Regesten τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατορικῶν Ἐγγράφων κατατάσσει τήν ἐπιστολή μεταξύ τῶν γνησίων ἐγγράφων. Ἀλλά καί τό 2006 ὁ Luca Pieralli τῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Βατικανοῦ ἐκτενῶς ὁμιλεῖ γιά τή γνησιότητα τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Βατάτζη."
(* σσ. 276, 277 )
Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σελ. 77, σημ. 1: «Την επιστολή αυτή του Βατάτση την θεώρησ ο Heisenberg νόθο, πλαστογραφημένη από ένα ορθόδοξο φανατικό του 17ου αι., και αμφισβήτησε μάλιστα την ύπαρξη ελληνισμού κατά τον 13ο αι., αλλά ο Grumel, ο οποίος χρονολόγησε την επιστολή του Βατάτση στα 1237, απέκρουσε και τους δύο ισχυρισμούς, αφού μάλιστα εξακ΄ριβωσε και δημοσίευσε την επιστολή του πάπα Γρηγορίου Θ', στην οποία αναφερόταν ο Βατάτσης (V. Grumel, L'  authenticite de la lettre de Jean Vatatzes, empereur de Nicee, au pape Grecoire IX, Echos d'Orient 29 (1930), 450-458)»
 
 
11. Ο Νικήτας Χωνιάτης, σταματά προσωρινά την Ιστορία του με την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους, θεωρεί τους Ρωμαίους Έλληνες και ως αιτία του τερματισμού της διήγησής του έχει: «Πῶς ἂν εἴην ἐγὼ τὸ βέλτιστον χρῆμα, τὴν ἱστορίαν, τὸ κάλλιστον εὕρημα τῶν Ἑλλήνων, βαρβαρικαῖς καθ’ Ἑλλήνων πράξεσι χαριζόμενος;» (σελ. 768, Bekker, Βόννη 1835). Οι βαρβαρικές πράξεις κατά των Ελλήνων, που γράφει ο Χωνιάτης, δεν είναι άλλες από τις πράξεις των Σταυροφόρων κατά των Ρωμηών. Ρωμηός και Έλλην ταυτίζονται.
Επίσης: ὡς τὴν παρὰ βαρβάροις ἀποικίαν πόλεις ὅλας Ἑλληνίδας ἑλέσθαι καὶ τῆς πατρίδος ἀσμένως ἀλλάξασθαι·
 
 
 
12. «Ο ανώνυμος Αθηναίος ερμηνευτής της Ρητορικής του Αριστοτέλους μιλώντας για της λεηλασίες της Μ. Ασίας από τον εμίρη της Κασταμονής Τανισμάνη κατά τα τέλη του 11ου αι. λέγει εκφράζοντας την συμπάθειά του προς τους ελληνικούς πληθυσμούς της: "δεῖ λοιπὸν καὶ ἡμᾶς τοὺς Ἀθηναίους, ὅπως φροντίζωμεν πῶς ἂν οἱ ἄλλοι Ἕλληνες δοξάζωνται"» (Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, 7, σελ. ιγ', στο Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σ. 54).
 
13. Ο Ιωάννης Ευγενικός λέει «κορυφὴ μὲν γὰρ τῆς καθ’ ἡμᾶς οἰκουμένης ἡ Ἑλλάς, ὀφθαλμὸς δὲ ἡ τοῦ Πέλοπος» (Ἐγκωμιαστική ἔκφρασις Κορίνθου, στο Σπ. Λάμπρου, Παλαιολόγεια και Μεσαιωνικά, τόμ. Α', σελ. 48.
 
14. Ο κυπριακής καταγωγής Πατριάρχης Γρηγόριος ο Κύπριος (13ος αι.) αναφέρεται στους Έλληνες της Καππαδοκίας και στην καταπίεση των Ελλήνων της Κύπρου από τους Λουζινιάν. Πηγαίνοντας «στην Κωνσταντινούπολη ο Γρηγόριος γίνεται καθηγητής και το πρόγραμμά του είναι: τὸ χαρίεν, τὸ ἀστικόν, τὸ σεμνὸν καὶ τὸ ὄντως Ἑλληνικόν» (Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, σ. 185).
 
15. Ο Γεννάδιος Σχολάριος σε γραπτά του αναφέρεται στην «πατρίδα Ελλάδα» («ἡ πατρὶς ἡμῶν Ἑλλὰς») και στους Έλληνες Κωνσταντινοπολίτες («πάντων τῶν ἐν τῷ κλίματι τῷδε Ἑλλήνων»), θεωρεί την Κωνσταντινούπολη «πατρίδα μοναδική και κοινή του τωρινού ελληνικού έθνους» («πατρίδος τῷ νῦν ἑλληνικῷ γένει μιᾶς τε καὶ κοινῆς») ενώ αλλού αναφέρεται σε «Γραικούς» για να δηλώσει το ίδιο έθνος. Αλλά και πριν την Άλωση «στον "παραμυθητικόν" προς τον Κωνσταντίνο που εξεφώνησε στα 1450 και έγραψε λίγο αργότερα "επί τη κοιμήσει" της μητέρας του Ελένης μεταχειρίζεται τα ονόματα «Ρωμαίος» και «Έλλην» μάλλον αδιάφορα («…καὶ ὅσοι τῶν Ρωμαίων ἢ τῶν Ἑλλήνων τοῦ πράγματος ὕστερον συναισθήσονται….» και «…οὕτω δὲ ὠφελιμωτάτη τῷ κοινῷ τῶν Ἑλλήνων καὶ χωρὶς ἑκάστῳ ἐντυγχανόντων γεγενημένη»), ενώ σε λόγο του προς τον Δημ. Παλαιολόγο χρησιμοποιεί μόνο το «Έλλην», καθώς και το παράγωγό του "ελληνικός"» (Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σ. 305). Με τη σημασία του εθνικά Έλληνα ο ίδιος «γράφη στα 1449 ή στα 1450 στον βασιλιά της Τραπεζούντας Ιωάννη Δ’, ότι με την ακτινοβολία της αρχής και των αρετών του κοσμεί "τὸ γένος ἅπαν τῶν Ἑλλήνων"» (Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σ. 305).
 
16. Όπως γράφει ο Δ. Κωνσταντέλος (Μαρτυρίες για την Ταυτότητα των Βυζαντινών και των Ρωμιών σε Ελληνικές Πηγές) «Σε γράμμα του στο πνευματικό του παιδί Ναυκράτιο, ο Θεόδωρος Στουδίτης [759-826] εκφράζει τη λύπη του για κάποιο μοναχό ονόματι Ορέστη που λιποτάκτησε στους εικονομάχους και τον ενθαρρύνει να μείνει πιστός στις αρχές του «χάριν της δόξης του Χρίστου υπέρ ου δονείται η ταπεινή Γραικία μάλα». Η Γραικία εδώ, η οποία συνταράσσεται πολύ από την εικονομαχία, είναι ολόκληρη η βυζαντινή αυτοκρατορία. Σε παρηγορητική του επιστολή στην ηγουμένη Ευφροσύνη της Μονής Κλουβίου, ο Θεόδωρος ομιλεί για στρατηγίες και δημαγωγίες «και εν Αρμενία και εν Γραικία». Η δυτικά της «αφ' ηλίου ανατολών» Αρμενίας Γραικία δεν είναι άλλη ειμή η βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι γηγενείς ή όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας ονομάζονται Γραικοί από τον διάσημο ηγούμενο της Μονής Στουδίου. Σε επιστολή του στον ασηκρήτη Στέφανο, ο Θεόδωρος θρηνεί την εικονομαχική πολιτική του αυτοκράτορα Λέοντα του Δ' [775-780] και ιδιαίτερα τις διώξεις εναντίον των εικονοφίλων πού εξαπέλυσε το 780. Αποκαλεί τον αυτοκράτορα αντίχριστο προ του Αντιχρίστου και εκφωνεί: «Ακούσατε πάντα τα έθνη, ενωτίσασθε πάντες οι κατοικούντες την οικουμένην τι γέγονεν εν Γραικοίς» (Γ. Φατούρου (ἐπ.), Theodori Studitae Epistulae, C.F.H.B. 31, Βερολίνο-Ν. Υόρκη 1992, τ. 2, σσ. 261, 587, 652, ἐπιστολές: 145, Ναυκρατίῳ τέκνῳ, 419, Στεφάνῳ ἀσικρήτη, καὶ 458, Εὐφροσύνῃ ἡγουμένῃ τοῦ Κλουβίου.)
Συγκεκριμένα:
Επιστολή 145, Ναυκρατίω τέκνω: «ἀλλὰ χάρις Κυρίῳ, οὐδενὸς λόγον ποιοῦμαι, κἂν ἁμαρτωλός εἰμι, χάριν τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, ὑπὲρ οὗ δονεῖται ἡ ταπεινὴ Γραικία μάλα».
Επιστολή 419, Στεφάνω ἀσικρήτη: «Ἀκούσατε ταῦτα πάντα τὰ ἔθνη, ἐνωτίσασθε πάντες οἱ κατοικοῦντες τὴν οἰκουμένην τί γέγονεν ἐν Γραικοῖς».
Επιστολή 458, Εὐφροσύνῃ ἡγουμένῃ τοῦ Κλουβίου: «τῶν ἀφ' ἡλίου ἀνατολῶν τὸ γένος καὶ κατὰ τόπον καὶ τρόπον, εἴπερ ἡ Ἀρμενία ὅθεν καὶ ἡ ἀρετή, εἰδὲ καὶ τὸ αἷμα δεῖ ζητεῖν, ἐκ βασιλικοῦ κράματος· στρατηγίαι καὶ δημαγωγίαι καὶ ἐν Ἀρμενίᾳ καὶ ἐν Γραικίᾳ».
Η Γραικία, όπως φαίνεται ακόμη περισσότερο από το δεύτερο παράθεμα του Στουδίτη είναι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και όχι απλώς το Θέμα της Ελλάδας. Άλλωστε θα ήταν εξαιρετικά αβάσιμο να υποστηριχθεί ότι οι Βυζαντινοί ονόμαζαν "Γραικία" (!) την νότια Ελλάδα και το Θέμα της Ελλάδος, ή ότι δυτικά της Αρμενίας κείται το Θέμα Ελλάδος και όχι τα μικρασιατικά Θέματα.
 
Παρέκβαση:  Ὁ Στουδίτης δὲν χρησιμοποιεῖ τὸ Γραικία γιὰ τὸ Θέμα τῆς Ἑλλάδας (τότε χρησιμοποιεῖ τὸ Ἑλλάδα: ἐπιστ. 439 καὶ 498) οὔτε κατ’ ἐπέκταση γιὰ τὰ εἰκονόφιλα Βαλκάνια (στὰ ὁποῖα ἄλλωστε δὲν ἔχουν ἐκχριστιανιστεῖ οἱ Σλάβοι καὶ δὲν τιθόταν ζήτημα διωγμῶν). Ἐπίσης, οἱ Ἀρμένιοι δὲν ἦταν εἰκονομάχοι. Μὲ τὸ Ἀρμενία δὲν ἐννοεῖται ἡ ἐσωτερικὴ Μ. Ἀσία οὔτε οἱ Εἰκονομάχοι, ἀφοῦ ὁ Στουδίτης κάνει λόγο γιὰ τὸ ἀνατολικὸ (ἀπὸ κεῖ ποὺ ἀνατέλλει ὁ ἥλιος, ἐκτὸς τοῦ κράτους – γιὰ τοὺς Βυζαντινοὺς) «γένος» τῆς Ἀρμενίας. Αὐτὸ καθιστᾶ ἀβάσιμη τὴ θρησκευτικὴ ἑρμηνεία τοῦ στουδιτικοῦ «Γραικὸς» (=«οἱ εἰκονόφιλοι») ὡς ἀντίθετου πόλου τοῦ (δῆθεν θρησκευτικὰ νοούμενου -«ὁ εἰκονομάχος») «Ἀρμένιος». Ἡ Εἰκονομαχία βρῆκε πρόσφορο ἔδαφος ὄχι στὴ Συρία ἢ στὴν Ἀρμενία ἀλλὰ στὴν Κ.-Δ. Μικρὰ Ἀσία , καὶ ὁ Στουδίτης δὲν διάκειται ἀρνητικὰ πρὸς τοὺς Ἀρμένιους: Ἁπλῶς, ὁ ἄνδρας τῆς Εὐφροσύνης (ἐπ. 458) ἦταν στρατηγὸς στὴν Ἀρμενία καὶ τὴν Γραικία: βλ. τὰ σχόλια τοῦ Γ. Φατούρου, ὅ.π., τ. 1, σ. 423. Ἡ ἐπ. 458 γράφηκε ἀφότου εἶχε πεθάνει ὁ Λέων Ε’ καὶ εἶχαν σταματήσει οἱ εἰκονομαχικὲς διώξεις. Ὁ Στέφανος Ἀσικρήτης ἦταν εἰκονόφιλος καὶ ἀνώτερος ὑπάλληλος (Φατοῦρος, ὅ.π., τ. 1, σ. 400). Ἂν οἱ Γραικοὶ στὸ Βυζάντιο θεωροῦνταν ἁπλῶς μία γλωσσικὴ ὁμάδα, τότε δὲν θὰ μποροῦσε ὁ Στουδίτης νὰ κάνει λόγο γιὰ χώρα Γραικία. Μόνο σοφιστεία θὰ συνιστοῦσε ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Στουδίτης δημιούργησε τέτοιον ὅρο καὶ κανεὶς δὲν μπῆκε στὸν κόπο νὰ τὸν ἐλέγξει ἢ νὰ ἀπορήσει. Ὅποιος ὑποστηρίζει τὴν ὕπαρξη νεράιδων, ἂς μὴν περιμένει ἀπὸ τοὺς ἀντίθετους σ' αὐτὸν νὰ ἀποδείξουν τὴν ἀνυπαρξία τῶν νεράιδων. Καὶ τέλος, ἡ ὑπόθεση ὅτι ὁ Στουδίτης δανείζεται τὴν ὁρολογία ἀπὸ τοὺς Δυτικοὺς εἶναι ἀτεκμηρίωτη, ἀφοῦ δὲν γνώριζε λατινικά· ὁ ἴδιος δὲν ἀναγνώρισε ποτὲ τὸ λεγόμενο πρωτεῖο τοῦ Πάπα, καὶ φυσικὰ οἱ σχετικὲς ἐπιστολὲς δὲν ἀπευθύνονται σὲ εἰκονόφιλους Δυτικοὺς τοὺς ὁποίους προσπαθοῦσε νὰ κολακεύσει(;) ἀποκαλώντας Γραικία τὴ Ρωμανία.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁλόκληρος Καλδέλλης δὲν ἀναφέρεται κἂν στὰ σημαντικὰ αὐτὰ κείμενα τοῦ Στουδίτη στὴν εἰδική του μελέτη γιὰ τὴν ἑλληνικότητα τῶν Βυζαντινῶν. Ἀντ' αὐτοῦ, ἀναλαμβάνουν οἱ ἐν Ἑλλάδι ὑποστηρικτές του νὰ δικαιολογήσουν τὰ ἀδικαιολόγητα.
Τι διαβάζουμε επ’ αυτού; Ότι «Οι δυτικοί από την άλλη, ξεκίνησαν και αυτοί αυθόρμητα να ονομάζουν τους βυζαντινούς «Γραικούς», αλλά…» 
Αλλά τι; Στην πορεία έπαψαν να τους ονομάζουν αυθόρμητα «Γραικούς» επειδή (οι Δυτικοί θεώρησαν πως) έπαψαν οι έως τότε «Γραικοί» (Αρχαίοι Έλληνες) να είναι κι εφεξής «Γραικοί» και έγιναν Γραικοί=εκφυλισμένοι, απολατινισμένοι Ρωμαίοι; Και συνεπώς οι Δυτικοί δεν πίστευαν πως απέναντί τους ήταν πλέον οι ίδιοι Γραικοί=Έλληνες;
 …αλλά «από τη στέψη του Καρλομάγνου ως «Ρωμαίου Αυτοκράτορα» και έπειτα, ο όρος χρησιμοποιείται σκόπιμα και συνειδητά για ν΄απορρίψει την Ρωμαϊκότητα των Βυζαντινών».
 Αυτό όμως δεν αναιρεί διόλου το συμπέρασμα ότι αντικειμενικά για τους Δυτικούς υπήρχαν οι Έλληνες=Γραικοί. Η υποτίμηση δεν εξαφάνισε την προηγούμενη σημασία παρά την εμπλούτισε.
 «Επειδή, η εθνοτικότητα είναι συνειδητή επιλογή εθνοτικής ταυτότητας, η «Γραικική» θεωρία δεν ευσταθεί διότι ουδείς Βυζαντινός αυτοπροσδιορίστηκε ως «Γραικός».»
 Η δημοψηφισματική αντίληψη της «εθνοτικότητας», της «επιλογής» (! Σαν σε σούπερ μάρκετ) εθνοτικής ταυτότητας από το μεσαιωνικό λαό σε όλο της το μεγαλείο. Αναρωτιέται κανείς μήπως μεταφέρθηκε ο γράφων τέτοιες ανοησίες σε καμμιά λαϊκή αγορά του μεσαίωνα και ρώταγε τις γιαγιάδες αν επιλέγουν να είναι Ελληνίδες ή Ρωμαίες. Έπειτα, για «Γραικούς» κάνει λόγο τουλάχιστον ο Στουδίτης (8ος-9ος αι.), αν τυχόν ξεχάσουμε τον «Γραικό του Πρίσκου (5ος αι.)
 
Πέρα από τις ανοησίες των αρνητών της ελληνικότητας των Βυζαντινών, οι τελευταίοι ήξεραν πολύ καλά πως οι "Γραικοί" είναι οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων:
α) ΗΣΥΧΙΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΥ, ΛΕΞΙΚΟΝ, Schmidt, Ἰένα 1867
Γραικός· Ἕλλην
Ἕλληνες· οἱ ἀπὸ τοῦ Ἕλληνος, τοῦ Διός. ἢ φρόνιμοι, ἤτοι σοφοί.
β) Στέφανου Βυζάντιου, Ἐθνικά, τ. Α’, Meinekii, Βερολίνο 1849
Γραικός, ὁ Ἕλλην, ὀξυτόνως, ὁ Θεσσαλοῦ υἱός, ἀφ’ οὗ Γραικοί οἱ Ἕλληνες
γ) Λεξικό του Σουΐδα
Γραικοί· οἱ Ἕλληνες
Σε όλες τις αναφορές Βυζαντινών σε τοτινούς τους Γραικούς υπάρχει, λοιπόν, η νύξη ότι οι Γραικοί αυτοί δεν είναι απλώς ελληνόφωνοι, αλλά είναι απόγονοι των (αρχαίων) Ελλήνων - μόνο που για λόγους πρωτοκόλλου δεν γίνεται πλέον -στην εποχή- να τους αποκαλέσει κανείς Έλληνες.
 
 
 
 
17. Ο Κωνσταντέλος γράφει: «Ο Θεοφάνης, που έγραψε στις αρχές του 9ου αιώνα, διηγείται ότι όταν πρεσβεία από την Κωνσταντινούπολη μετέβη στην Αυλή του Καρλομάγνου για να ζητήσει την κόρη του Ερυθρώ ως σύζυγο του Κωνσταντίνου του 6ου άφησε πίσω τον διδάσκαλο και μοναχό Ελισσαίο για να διδάξει στην Ερυθρώ τη γλώσσα και την παιδεία των Γραικών και τους νόμους της Ρωμαϊκής Πολιτείας. Για τον Θεοφάνη ο λαός, η γλώσσα, η παιδεία είναι Γραικοί και Γραικικοί (Θεοφάνης, Χρονογραφία AM 6274, επ. C. de Boor, Theophanis Chronographia (Lipsiae, 1883) τόμ. Ι, σ. 455)».
Το κείμενο, συγκεκριμένα έχει ως εξής: "κατέλιπον Ἐλισσαῖον τὸν εὐνοῦχον καὶ νοτάριον πρὸς τὸ διδάξαι αὐτῆν τά τε τῶν Γραικῶν γράμματα καὶ τὴν γλῶσσαν, καὶ παιδεῦσαι  αὐτὴν τὰ ἤθη τῆς Ρωμαίων βασιλείας" (έτος από κτίσεως κόσμου 6274 = 781/782 μ.Χ.)
Ότι η γλώσσα των Γραικών δεν είναι απλώς η ελληνική γλώσσα κάποιου λαού που δεν υφίσταται πια, αλλά η γλώσσα που μιλούν οι Γραικοί, που εξακολουθούσαν τότε να υφίστανται, φαίνεται από τα θαύματα του αγίου Δημητρίου
    α) Θαῦμα τέταρτον, περὶ τῆς κατὰ τὸν Περβοῦνδον λιμοῦ καὶ ἀνεκδότου πολιορκίας:
    «…ο Περβούνδος, ο οποίος φορούσε ρωμαϊκή ενδυμασία και μιλούσε τη γλώσσα μας...» [...ὡς φορῶν ρωμαῖον σχῆμα καὶ λαλῶν τῆ ἡμετέρα διαλέκτω…]
    β) Θαῦμα πέμπτον, περὶ τοῦ μελετηθέντος κρυπτῶς ἐμφυλίου πολέμου κατὰ τῆς πόλεως παρὰ τοῦ Μαύρου καὶ Κούβερ τῶν Βουλγάρων:
    «…ένας από τους άρχοντές του…γνώριζε και τη δική μας γλώσσα και των Ρωμαίων κι επίσης των Σκλάβων και των Βουλγάρων...» [καὶ τὴν καθ’ ἡμᾶς ἐπιστάμενον γλῶσσαν καὶ τὴν Ρωμαίων, Σκλάβων καὶ Βουλγάρων…]
Τον καιρό της συγγραφής του τελευταίου κειμένου οι Βούλγαροι υφίστανται και υπάρχει η γλώσσα τους, οι Σ(κ)λάβοι υφίστανται και το ίδιο υφίσταται κι η γλώσσα τους, οι Ρωμαίοι το ίδιο. Θα περίμενε κανείς ότι όσοι μιλούν την ἡμετέρα διάλεκτο είναι κάτι άλλο εκτός από Ρωμαίοι=Λατίνοι, Βούλγαροι και Σλάβοι.
Εν πάση περιπτώσει, εάν ο Θεοφάνης αναφερόταν στη γλώσσα των Αρχαίων Ελλήνων, των κατά τον 9ο αι. ήδη εξαφανισμένων εθνοτικά Ελλήνων της Αρχαιότητας (όπως υποστηρίζεται),  η οποία απλώς είναι επίσημη γλώσσα, και όχι στη γλώσσα ενός υπαρκτού στην εποχή έθνους, του έθνους των Γραικών-Ελλήνων, τότε δεν θα έγραφε για την γλώσσα και τα γράμματα των Γραικών αλλά για τη γλώσσα και τα γράμματα των Ελλήνων, των αρχαίων κατοίκων της Ελλάδας. Όπως είναι γνωστό, οι Βυζαντινοί συγγραφείς αποκαλούν την αρχαιοελληνική γλώσσα "ελληνική" (ή λ.χ. "τη γλώσσα της Ελλάδας" ή, όπως ο Προκόπιος "φωνὴν Ἑλληνίδα") και ποτέ "γραικική". Για ποιο λόγο να μη μάθει "ελληνικά" αλλά να μάθει "γραικικά" η Ερυθρώ;  Έχουμε δύο ενδείξεις, ότι ο Θεοφάνης κάνει λόγο για τη γλώσσα του υπαρκτού λαού των Γραικών, που κατοικεί και κυριαρχεί στην βασιλεία των Ρωμαίων.
Υποστηρίζουν μάλιστα οι Ρωμαϊστές ότι «πολύ απλά η Βασιλεία των Ρωμαίων χρησιμοποιούσε επίσημα την γλώσσα/φωνή και τα γράμματα των Γραικών/Ελλήνων της αρχαιότητας». Ξεχνούν ακριβώς ότι για τους Βυζαντινούς οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν απλώς «Έλληνες» κι όχι οι «Γραικοί» - συνεπώς, τα «γραικικά» δεν μπορεί να είναι η γλώσσα των εξαφανισμένων «αρχαίων Γραικών»(!). Είναι άλλωστε παράλογο να νομίσουμε ότι η Ερυθρώ έμαθε… αρχαία ελληνικά(!) κι όχι μεσαιωνικά (για βασιλική νύφη κι όχι για διδάκτορας αρχαίας φιλολογίας προοριζόταν).
Το αστείο είναι ότι διάφοροι υποστηρίζουν στα σοβαρά ότι εκφραζόμενος στα ελληνικά ο Θεοφάνης «αυτό που γράφει είναι ότι η Ερυθρώ διδάχθηκε αυτό που στη δύση ονομαζόταν «Γραικικό» αλφάβητο και την «Γραικική» γλώσσα», λες και ο Θεοφάνης ήταν κάποιος Δυτικός που έκανε αρχικά λόγο στα λατινικά για Graeci και έπειτα, λόγω άγνοιας των όρων ή άρνησης να δεχτεί τους Βυζαντινούς για Ρωμαίους, το μετέφρασε στην ελληνική χρονογραφία του ως «Γραικούς».
Το πιο αστείο είναι όταν κάποιοι από τη μία υποστηρίζουν (υπονοώντας την εξαφάνιση του ελληνικού στο ρωμαϊκό, την ανυπαρξία ελληνικού) ότι οι Βυζαντινοί (Σκυλίτζης) αποκαλούσαν "ρωμαϊκή" την ελληνική της εποχής τους και από την άλλη ότι οι Βυζαντινοί (Πορφυρογέννητος) δεν είχαν πρόβλημα να αποκαλέσουν "ελληνική" την ελληνική της εποχής τους (εδώ η ονομασία "ελληνική" δεν σημαίνει τίποτε αντίστοιχο για τους ρωμαϊστές με ό,τι οι ίδιοι παραπάνω εμμέσως διακηρύσσουν ότι σημαίνει όταν οι Βυζαντινοί χαρακτηρίζουν τα ελληνικά "ρωμαϊκή").
Το ότι ο Θεοφάνης γράφοντας «τά τε τῶν Γραικῶν γράμματα καὶ τὴν γλῶσσαν» (ΑΜ 6274=781/2 μ.Χ.) αναφέρεται σε γλώσσα ενός υπαρκτού στην εποχή του λαού/εθνότητας, των Γραικών, δηλαδή των Ελλήνων (αφού το «Έλλην» ακόμη είχε μόνο θρησκευτική σημασία), και δεν αναφέρεται στη γλώσσα «ενός λαού που είχε εκλείψει», δηλαδή των Αρχαίων, ούτε «απλώς στην επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορίας, τα (αρχαία) ελληνικά», αυτό λοιπόν φαίνεται από το ότι γράφει για το έτος ΑΜ 6199=706/7 ότι ο άραβας χαλίφης Ουαλίδ «ἐκώλυσε γράφεσθαι Ἑλληνιστὶ τοὺς δημοσίους τῶν λογοθεσίων κώδικας» στην επικράτειά του, τη Μ. Ανατολή όπου τα ελληνικά ήταν πάντοτε (εξαιρουμένων κάποιων πόλεων) απλώς η διοικητική, επίσημη γλώσσα κι όχι η γλώσσα ενός λαού, των Γραικών/Ελλήνων. Κανόνικά, θα έπρεπε να γράψει ότι ο χαλίφης ἐκώλυσε γράφεσθαι γραικιστὶ....
 
 
18. Τον 10ο αιώνα στη Βασίλειον Τάξιν του ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος αναφέρει την «Ελληνική Παιδείαν» και την «Ελληνική Μουσικήν» ως αντίθετες όχι προς αυτές των χριστιανών, αλλά προς αυτές των «Βαρβάρων».
 
19. Ο Ψελλός «περιγελά τον Ιωάννη Λογγιβάρδο για το γεγονός ότι είναι Ρωμαίος, παιδί της Ρώμης, ἀφ’ ἧς οὐδεὶς … ἐγεωμέτρησε πώποτε» (Τατάκη, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, σ. 188).
        Επίσης, αποκαλεί Έλληνες τους συγχρόνους του Βυζαντινούς «καὶ τοσοῦτον ἡ τάξις ἀντέστραπται, ὡς βαρβαρίζειν μὲν τοὺς Ἕλληνας, ἑλληνίζειν δὲ τοὺς βαρβάρους· καὶ Ἕλλην μὲν ἀνήρ, οὕτω συμβάν, ἐς Σοῦσα ἢ Ἐκβάτανα ἀφικόμενος....Ἀλαζὼν δέ τις εἰς ἡμᾶς παραγενόμενος βάρβαρος καὶ τοῖς ἐν Ἑλλάδι καὶ τῆ καθ' ἡμᾶς ἁπάση ἡπείρω εἰς ὁμιλίαν...» (Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, 4, σελ. XLVII)
       Σε επιστολή της Ευδοξίας, η οποία κατά τον Σάθα έχει γραφεί από τον Ψελλό, το Βυζάντιο καλείται Ελλάδα: ...οὐ μόνον ἐν τῆ τῶν πόλεων βασιλίδι ἀλλὰ καὶ ἐν πάση τῆ Ἑλλάδι» (Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, 5, σελ. με').
        Στη Χρονογραφία του διαβάζουμε
        i) 5, 36, 9: ...ἄνδρα τὸ μὲν γένος οὐχ Ἕλληνα...
        ii) 6, 37, 8: ...ἐν τῆ Ἑλλάδι ἢ τῆ βαρβάρω τὸ ξύμπαν διερευνησάμενος... (όσο κι αν έψαξα σύμπασα την Ελλάδα και όλες τις χώρες των βαρβάρων)
        iii) 6, 37, 9: ...Ἐπειδὴ μέγα τι περὶ φιλοσοφίας ἐν τῆ Ἑλλάδι ἀκούων...
            Και εδώ, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι η Ελλάδα.
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η άποψη πως το i) δεν σημαίνει την παραδοχή από τον Ψελλό της ύπαρξης Ελλήνων στο Βυζάντιο του 11ου αι. αλλά απλώς ότι κάποιος "δεν ήταν στο γένος Αρχαίος Έλληνας αλλά είχε τις αρετές των Αρχαίων" έρχεται σε αντίθεση τόσο με τα ii) και iii) όσο και με τις επιστολές του στις οποίες χαρακτηρίζει Ελλάδα  το Βυζάντιο. Αν έτσι χαρακτηριστεί το Βυζάντιοι, οι Βυζαντινοί συνεπακόλουθα χαρακτηρίζονται Έλληνες, και κατά συνέπεια η περίπτωση i) δεν εξηγείται με την ερμηνεία της προαναφερθείσας άποψης.
 
20. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς χρησιμοποιεί το όνομα «Ελληνες» με εθνική σημασία (στην αλληλογραφία με τον Αθ. Λεπενδρηνό στα 1355), γράφει για τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Κύπριο (1282): «διαβόητος εν τοις τότε γενόμενος Έλλησι» (Ν.Γ. Πολίτη, Έλληνες ή Ρωμιοί, σ. 11), υποστηρίζει ότι «στ’ αλήθεια σοφός ήταν εκείνος που πρώτος σκέφτηκε και είπε …να μακαρίζεις τον εαυτό σου μ’ όλη σου την καρδιά γιατί δεν γεννήθηκες βάρβαρος αλλά Έλληνας» (Ρωμαϊκή Ιστορία, viii, 14).
 
21. Ο ηγεμόνας Μιχαήλ Άγγελος αποκαλεί το Δεσποτάτο της Ηπείρου «της Ελλάδος».
 
22. Ο Αγαθίας τον 6ο αι. γράφει (Ιστορίαι, Α’, 2) «Τώρα, όμως, η Μασσαλία, που ήταν ελληνική, έχει εκβαρβαριστεί, διότι έχοντας ξεχάσει το πατροπαράδοτο πολίτευμα, κυβερνάται με τους νόμους των κατακτητών [=Φράγγων]».
 
23. Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος προσφωνεί τον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο: «Ὢ τῆς Ἑλλάδος ἥλιε βασιλεῦ» (Μονωδία εἰς τὸν Αυτοκράτορα Ἰωάννην Παλαιολόγον, στο Σπ. Λάμπρου, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, τόμ. Γ', σελ. 318)
 
24. Ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος σε ομιλία του υπογραμμίζει τη «δόξα της Ελληνικής παραδόσεως» και υπερηφανεύεται επειδή οι κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως: «Ου μιξοβάρβαρου λαού το φθέγμα φύρδην προϊεμένου».
 
25. Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (1430-1490) καλεί «Έλληνας» τους κατοίκους του κράτους και «Βασιλείς Ελλήνων» τους αυτοκράτορες. Γι' αυτόν «Έλληνες και Ρωμαίοι είναι χωριστοί λαοί, οι Ρωμαίοι έγιναν κύριοι της Ανατολής και ήλθαν σε επιμειξία με τους Έλληνες, αλλά οι κατακτημένοι, επειδή ήταν περισσότεροι από τους κατακτητές, διατήρησαν την γλώσσα, τα ήθη και έθιμά τους, όχι όμως και το όνομά τους, γιατί οι βασιλείς του Βυζαντίου σεμνύνονταν να ονομάζωνται αυτοκράτορες των Ρωμαίων και όχι των Ελλήνων...Παραδέχεται την ανάμειξή τους με τους Ρωμαίους και ερμηνεύει ορθά πώς οι Βυζαντινοί βασιλείς είχαν τον τίτλο των "Ρωμαίων" και όχι "Ελλήνων" » (Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σσ. 374-375).
Επίσης, «τον βλέπουμε να εκφράζει την αισιοδοξία ότι οι Έλληνες στο μέλλον θα ιδρύσουν ένα κράτος, καλά όμως οργανωμένο, το οποίο ώς τότε δεν είχαν προλάβει να σχηματίσουν...Οραματίζεται την προσεχή ανάσταση ενός ελληνικού βασιλείου, όπου συγκεντρωμένοι οι Έλληνες θα διοικηθούν "ὡς ἥδιστα" και σύμφωνα με τα έθιμά τους» (Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σελ. 375). Ενάντια στην άποψη ότι η Μεγάλη Ιδέα, της απελευθέρωσης των Ελλήνων και δημιουργίας Ελληνικού κράτους είναι δημιούργημα του 18ου αιώνα, βρίσκουμε την ιδέα για ένα Κράτος των Ελλήνων ήδη αμέσως μετά το 1453.
 
26. Ο Μ. Δούκας στη Βυζαντινοτουρκική Ιστορία του:
οι Βυζαντινές είναι Ελληνίδες (IX, 1: εἰ Ἑλληνίδα προσλάβηται ἢ αἰχμάλωτον ἢ αὐτόμολον)
Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης είναι Έλληνες (XXXVI, 6: ἡ τρυγία τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων)
Οι απεσταλμένοι των Βυζαντινών στην Σύνοδο της Φλωρεντίας είναι Γραικοί (XXXI,1 και 3)
Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης είναι Γραικοί (XXXVI, 5)
Η Κωνσταντινούπολη είναι αἱ ὄντως χρυσαὶ Ἀθῆναι. (ΧΧΧVIII, 8)
Το όνομα Ρωμαῖος δεν αφορά θρησκεία αλλά γένος: XXVIII, 5 Ο Πύλλης ήταν Ρωμαίος το γένος και χριστιανός το θρήσκευμα (Ρωμαῖος τῶ γένει, τὸ σέβας χριστιανός)
Το όνομα Ρωμαῖοι σημαίνει αποκλειστικά τους Έλληνες και ουδέποτε τους Σέρβους, Αλβανούς, Βουλγάρους, Ρουμάνους (XXIII, 2 και 8). Πράγμα που καταρρίπτει, 300 χρόνια πριν από τον αιώνα του Διαφωτισμού, τον 18ο, τον ισχυρισμό ότι οι Βαλκάνιοι Ορθόδοξοι ήταν ένας λαός και αυτο/ονομάζονταν, αδιακρίτως καταγωγής, Ρωμαίοι, και ότι εξαιτίας των δυτικών ιδεολογιών και αντιλήψεων, τις οποίες εισήγαγαν οι Έλληνες εκδυτικισμένοι έμποροι στους Ρωμηούς, διασπάστηκαν σε Έλληνες, Βούλγαρους, Σέρβους κοκ.
 
27. Στον Πανηγυρικό εις Μανουήλ και Ιωάννην Η’, τους Παλαιολόγους, κάποιου ανωνύμου, παρατηρούμε τη λέξη «Ρωμέλληνες» (Λάμπρου, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, Αθήνα 1926, τόμ Γ', σελ. 152).
Εδώ, και όσον αφορά στο θέμα της θεωρίας της διπλής καταγωγής, δηλαδή της θεωρίας ότι οι Βυζαντινοί πίστευαν πως είναι το προϊόν της ανάμιξης δύο λαών, Ελλήνων και Ρωμαίων, οφείλουμε προς αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας να διευκρινίσουμε το εξής: Αν υπάρχει ένας λόγος για τον οποίο η θεωρία αυτή δεν στέκει, είναι επειδή από όλους τους τοτεινούς συγγραφείς αναγνωριζόταν η ελληνική καταγωγή των Ρωμαίων της παλαιάς Ρώμης και της ίδιας της παλιάς Ρώμης:
    i) Ιουλιανός:
        «Άλλωστε οι Ρωμαίοι ανήκουν στο γένος των Ελλήνων»  (Εις τον βασιλέαν Ήλιον προς Σαλούστιον, 39 (153a))
        «(..) γνωρίζω ότι κι εσείς [οι Ρωμαίοι] από αυτούς [τους Έλληνες] κατάγεστε» (Συμπόσιον ή Κρονιάς, 324a)
        «ο Ήλιος αναγνώρισε την πολιτεία μας [τη Ρώμη] Ελληνική τόσο στην καταγωγή όσο και στο πολίτευμα» (Εις τον βασιλέαν Ήλιον, 39 (153a)).
    ii) Ιουστινιανός:
        Σε Νεαρά του αναφερόμενος στους κατοίκους της Λυκίας αναφέρει τη προέλευση των Ρωμαίων από την Πελοπόννησο: «Το Λυκαόνων έθνος, λέγει, συγγενέστατόν εστι Ρωμαίοις και σχεδόν εκ των αυτών συνωκισμένον προφάσεων• Λυκάονι γαρ τω πρώην Αρκαδίας της εν Ελλάδι βεβασιλευκότι..» (ΚΕ’ νεαρά Ιουστινιανού, στον Κ. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη τ. Β’, Πρόλογος, σελ. μβ’).
    iii) Πλήθων Γεμιστός:
        Σε επιστολή Εἰς Μανουὴλ Παλαιολόγον περὶ τῶν ἐν Πελοποννήσω πραγμάτων  (Σπ. Λάμπρου, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, τόμ. Γ', σσ. 248-249), θεωρεί ότι οι Ρωμαίοι της παλαιάς Ρώμης έχουν καταγωγή από τους αρχαίους Έλληνες Λακεδαιμόνιους.
    iv) Ηρακλείδης Ποντικός (μαθητής του Πλάτωνα):
        Σύμφωνα με τον Ιω. Ρωμανίδη (...!) γράφει στο Περί ψυχής: «πόλιν Ελληνίδα Ρώμην»
 
Αλλά, αν όντως πίστευαν αυτό οι συγγραφείς μεταξύ 300 μ.Χ. και 1453 μ.Χ., τότε προκύπτουν τα ερωτήματα:
    (α) ποιος ο λόγος να ισχύει η άποψη ότι οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τον εαυτό τους "Ρωμαίο+Έλληνα" και όχι "Ρωμαίο=Έλληνα", δηλαδή γιατί να ισχύει η θεωρία της διπλής καταγωγής των Βυζαντινών;
    (β) αφού η καταγωγή των αρχαίων Ρωμαίων της παλιάς Ρώμης ανάγεται -κατά τους μεσαιωνικούς "Ρωμαίους"- στους Έλληνες, και όχι το ανάποδο, γιατί να είναι Ρωμιοί κι όχι Έλληνες οι Έλληνες; και γιατί να μην είναι Έλληνες οι Ρωμιοί και οι Βυζαντινοί;
    (γ) πώς μπορεί να ισχύει η θεωρία του Καλδέλλη περί καινούργιας "ρωμαϊκής συνείδησης" των Βυζαντινών με κέντρο αναφοράς την Κωνσταντινούπολη;
 
28. Κατά την πρώτη πολιορκία της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους (1383-87) ο βασιλιάς Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος στον Συμβουλευτικόν προς τους Θεσσαλονικείς προτρέπει τους τελευταίους να αγωνιστούν μέχρι θανάτου, γιατί αυτό επιτάσσει η ιστορική τους παράδοση: «Ὅτι Ῥωμαῖοι ἐσμέν, ὅτι ἡ Φιλίππου καὶ Ἀλεξάνδρου ἡμῖν ὑπάρχει πατρίς».
 
29. «Ο Ιωσήφ Βρυέννιος π.χ. δημηγορώντας μετά το 1415 στο παλάτι εμπρός στους επισήμους και στον λαό ανατρέχει στα παραδείγματα του παρελθόντος: αρχίζει από τον Λυκούργο και τον Θεμιστοκλή και καταλήγει, μέσω των Ρωμαίων, στους διαδόχους των Βυζαντινούς αυτοκράτορες» (Βρυεννίου, Τα ευρεθέντα, 2, σελ. 272, Λειψία 1768, στο Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σ. 214).
 
30. Ο Κωνσταντίνος-Κύριλλος, αδελφός του Μεθόδιου, τον 9ο αιώνα γράφει προς τους Μουσουλμάνους: «εξ ημών προήλθον πάσαι αι επιστήμαι» (ΙΕΕ τ. Η’, σ. 93 και 234 κ.ε.)· κι επειδή οι επιστήμες προήλθαν από τους αρχαίους Έλληνες, ο Κύριλλος αναγνώριζε την ελληνική καταγωγή του.
 
31. Ο πατριάρχης Γερμανός Β’ σε επιστολή προς τον πάπα Γρηγόριο Θ’ στα 1213 γράφει: «εἰ μὲν τοὺς Γραικοὺς ἡμᾶς κινδυνεύοντες ἀπολέσθαι…διὸ καὶ ἡμεῖς οἱ Γραικοὶ ἄπληγες…» (Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, 2, σσ. 17, 43)
 
32. O Ιωάννης Απόκαυκος, όταν γράφει μετά την 4η Σταυροφορία αναφέρεται στους Λατίνους ως "άγρια θηρία και φίδια που έβαλαν εμένα, τον Έλληνα και Γραικό (τὸν Ἕλληνά με καὶ τὸν Γραικὸν) στα δόντια τους" (στο Paul Magdalino, Tradition and Transformation in Medieval Byzantium, κεφ. XIV, σ. 12)
 
33. Στον Τιμαρίωνα, έργο του 12ου αι. διαβάζουμε:
        κεφ. 5:...Ἑλλήνων τῶν ἀπανταχοῦ
        κεφ. 6: ὅσα ἐξ Ἰταλίας εἰς Ἕλληνας ἐμπορικαὶ νῆες κομίζωσιν
        κεφ. 29: ...τοῖς ἀρχαίοις Ἕλλησι
 
34. Στην Χρονική Συγγραφή του Γεώργιου Ακροπολίτη (13ος αι.) διαβάζουμε
        κεφ. 76: [οι Σκύθες] οὐ βαρβαρικῶς ἀπεκρίνοντο ἀλλὰ καὶ Ἑλληνικῶς τε καὶ συνετῶς
        κεφ. 80: ...τῆς Ἑλληνίδος καὶ ἡμετέρας γης
 
35. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (10ος αι.) γράφει
        α) στο Περὶ θεμάτων
i) A, 4. δὲ πρὸς θάλασσαν καὶ τὴν Κύζικον κατοικοῦσι Φρύγες τε καὶ Γραικοί
ii) A, 17. Τὰ δὲ ἐπέκεινα τούτων, ἀπὸ τοῦ λεγομένου Λεκτοῦ καὶ ἕως Ἀβύδου καὶ αὐτῆς Προποντίδος καὶ μέχρι Κυζίκου καὶ τοῦ ποταμοῦ τοῦ λεγομένου Γρανικοῦ, πάντες Γραικοὶ ὀνομάζονται καὶ κοινῇ διαλέκτῳ χρῶνται
iii) A, 7. Αἱ δὲ παραθαλάσσιοι πόλεις, ἥ τε Σινώπη καὶ Ἄμαστρα καὶ τὸ Τήϊον καὶ ἡ λεγομένη Ἀμινσός, Ἑλληνίδες εἰσὶ πόλεις καὶ Ἑλλήνων ἄποικοι
iv) B, 2 τῶν ἀρχαιοτάτων Ἑλλήνων·
vi) A, 8. Τὸ δὲκαλούμενον θέμα Χαλδία καὶ ἡ μητρόπολις λεγομένη Τραπεζοῦς Ἑλλήνων εἰσὶν ἀποικίαι
        β) στο Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν
i) 49.  οὗτοι ἐν τῷ θέματι ὄντες Πελοποννήσου ἀπόστασιν ἐννοήσαντες, πρῶτον μὲν τὰς τῶν γειτόνων οἰκίας τῶν Γραικῶν ἐξεπόρθουν καὶ εἰς ἁρπαγὴν ἐτίθεντο
ii) 50 οἱ τοῦ κάστρου Μαΐνης οἰκήτορες οὐκ εἰσὶν ἀπὸ τῆς γενεᾶς τῶν προρρηθέντων Σκλάβων, ἀλλ' ἐκ τῶν παλαιοτέρων Ῥωμαίων, οἳ καὶ μέχρι τοῦ νῦν παρὰ τῶν ἐντοπίων Ἕλληνες προσαγορεύονται διὰ τὸ ἐν τοῖς προπαλαιοῖς χρόνοις εἰδωλολάτρας εἶναι καὶ προσκυνητὰς τῶν εἰδώλων κατὰ τοὺς παλαιοὺς Ἕλληνας
 
 
36. Ο Πρίσκος (5oς αιώνας), ρωτώντας κάποιον στα σύνορα βόρεια του Δούναβη ο οποίος ήταν ντυμένος βαρβαρικά, πώς και ήξερε τόσο καλά τα ελληνικά, έλαβε την απάντηση πως "Γραικὸς εἶναι τὸ γένος" (C. Müller, Fragmenta Historicum Graecorum, τ. 4, Paris 1868, σ. 86).
Στο σημείο αυτό φαίνεται το πόσο επικίνδυνη μπορεί να είναι η άρνηση των Ρωμαϊστών να αποδεχτούν την ύπαρξη ελληνικής εθνότητας. Ο μεν Καλδέλλης υποστηρίζει ότι «ο «Γραικός» αυτός ήταν φανταστικό πρόσωπο επινοημένο από τον Πρίσκο για να εκφράσει εμμέσως (άρα χωρίς κίνδυνο τιμωρίας) την κριτική του στον Αυτοκράτορα». Βέβαια, το βάρος της απόδειξης ότι υπάρχουν νεράιδες πέφτει σε όσους πιστεύουν ότι υπάρχουν κι όχι σε όσους υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν νεράιδες! Άλλος Ρωμαϊστής πάλι, υποστηρίζει ότι εφόσον ο Γραικός αυτός ζούσε μόνιμα σε εδάφη στα οποία οι γηγενείς αποκαλούσαν «Γραικία» την (ανατολική) Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο Γραικός αυτός «εν τέλει ενστερνίστηκε το εξωνύμιο με το οποίο τον αποκαλούσαν οι λαοί με τους οποίους συζούσε»! Ξεχνάει ο δεύτερος Ρωμαϊστής ότι η συνομιλία του Πρίσκου με τον «Γραικό» γίνεται στα ελληνικά (στα οποία ο υποτιθέμενος σωστός αυτοχαρακτηρισμός θα ήταν «Ρωμαίος») και όχι στα λατινικά (στα οποία ο σωστός αυτοχαρακτηρισμός θα ήταν «Graecus»).  Εφόσον η συζήτηση έγινε στα ελληνικά, ο έμπορος (του 5ου αιώνα, δηλαδή σε πολύ πρώιμη φάση) κανονικά –αν ισχύει η άποψη για ανυπαρξία Ελλήνων– δεν θα έλεγε «Γραικός» αλλά «Ρωμαίος». Αυτοχαρακτηρίζεται όμως ως Γραικός (σε μια περίοδο όπου το «Έλλην» άρχισε να σημαίνει τον μη Χριστιανό) παρ’ όλο που γνώριζε ότι πολιτικά είναι «Ρωμαίος».
Το συνοψίζουμε: Μόνο αν οι ελληνικές μεταφράσεις ή αντιστοιχήσεις του Graecus ήταν αποκλειστικά "Ρωμαίος", θα μπορούσε κάποιος να κάνει λόγο για ρωμαϊκότητα. Εάν υπάρχουν αυτούσιες (χωρίς αναφορά σε λατινική πηγή) βυζαντινές αναφορές σε "Γραικούς", η εξίσωση "Graecus=Ρωμαίος κι όχι Έλληνας" είναι παραμύθι για "μορφωμένους".
 
 
 
37. Στον Προκόπιο (6ος αι.)
        i) υποτιμητική χρήση του Γραικός: «δείξατε τοίνυν αὐτοῖς ὅτι τάχιστα ὡς Γραικοί τέ εἰσι καὶ ἄνανδροι φύσει» (Υπέρ των πολέμων, λόγος όγδοος, 23, 25) αναφερόμενο στους Βυζαντινούς.
        ii) εθνοτική σημασία του Γραικός (Υπέρ των πολέμων, λόγος τέταρτος, 27, 38) «τοὺς Γραικοὺς ἅπαντας οὐδὲν ὑπολογισαμένω κτεῖναι».
        iii) εθνοτική σημασία του Γραικός (Υπέρ των πολέμων, λόγος πέμπτος, 18, 40-41: Ῥωμαίους τῆς ἐς Γότθους ἀπιστίας κακίσας τὴν προδοσίαν ὠνείδιζεν, ἣν αὐτοὺς ἐπί τε τῇ πατρίδι πεποιῆσθαι καὶ σφίσιν αὐτοῖς ἔλεγεν, οἳ τῆς Γότθων δυνάμεως Γραικοὺς τοὺς σφίσιν οὐχ οἵους τε ἀμύνειν ὄντας ἠλλάξαντο, ἐξ ὧν τὰ πρότερα οὐδένα ἐς Ἰταλίαν ἥκοντα εἶδον, ὅτι μὴ τραγῳδούς τε καὶ μίμους καὶ ναύτας λωποδύτας)
        iv) υποτιμητική χρήση του Γραικός (Υπέρ των πολέμων, λόγος πέμπτος, 29, 11: ῥᾷστα μὲν τοὺς ἐναντίους νικήσετε, ὀλίγους τε ὄντας καὶ Γραικούς)
        v) Οι κάτοικοι της Ελλάδας καλούνται εθνοτικά και/ή υποτιμητικά Γραικοί (Απόκρυφη Ιστορία, 24, 2: ἐπικαλοῦντες τοῖς μὲν ὡς Γραικοὶ εἶεν, ὥσπερ οὐκ ἐξὸν τῶν ἀπὸ τῆς Ἑλλάδος τὸ παράπαν τινὶ γενναίῳ γενέσθαι)
       vi) Οι τοτινοί κάτοικοι της σημερινής Ηπείρου καλούνται Έλληνες (Υπέρ των πολέμων, λόγος πέμπτος, 15: τοῦ δὲ κόλπου ἐκτὸς πρῶτοι μὲν Ἕλληνές εἰσιν, Ἠπειρῶται καλούμενοι, ἄχρι Ἐπιδάμνου πόλεως, ἥπερ ἐπιθαλασσία οἰκεῖται)
        vii) εθνοτική σημασία του Γραικός (Υπέρ των πολέμων, λόγος έβδομος, 9, 12: τὴν Γραικῶν ἐς τὸ ὑπήκοον ἀρετὴν ἢ ἀκοῇ λαβόντες ἢ πείρᾳ μαθόντες οὕτω δὴ προήσεσθαι αὐτοῖς τὰ Γότθων τε καὶ Ἰταλιωτῶν πράγματα ἔγνωτε;)
        viii) εθνοτική σημασία του Γραικός (Υπέρ των πολέμων, λόγος έβδομος, 21, 4: τοῖς ἐς ἀγῶνας καθισταμένοις ξυμφορώτατον εἶναι δοκεῖ, πρὸς ἀνδρῶν ἑπτακισχιλίων Γραικῶν ἡσσηθέντες)
        ix) εθνοτική σημασία του Γραικός (Υπέρ των πολέμων, λόγος έβδομος, 21, 12: ἐς Γότθους τοὺς εὐεργέτας πολλῇ ἀγνωμοσύνῃ ἐχόμενοι, ἐς ἀπόστασίν τε οὐ δέον ἐπὶ τῷ σφετέρῳ πονηρῷ ἴδοιεν καὶ τοὺς Γραικοὺς ἐπὶ τῇ πατρίδι ἐπαγάγοιντο, προδόται σφῶν αὐτῶν ἐκ τοῦ αἰφνιδίου γεγενημένοι)
        x) εθνοτική σημασία του Γραικός (Υπέρ των πολέμων, λόγος έβδομος, 21, 14: οὐδέν τι ἐνδεέστερον ἢ ἐν τῇ εἰρήνῃ τοῖς Γραικοῖς φέροιεν)
        xi) Φαίνεται να μην συμφωνεί με την άποψη ότι το Έλλην σημαίνει οπαδό της αρχαίας θρησκείας (Υπέρ των πολέμων, λόγος πρώτος, 20, 1: δόξαν τὴν παλαιὰν σέβοντας, ἣν δὴ καλοῦσιν Ἑλληνικὴν οἱ νῦν ἄνθρωποι).
        xii) Το ίδιο (Υπέρ των πολέμων, λόγος πρώτος, 25, 10: τῆς παλαιᾶς δόξης, ἣν νῦν Ἑλληνικὴν καλεῖν νενομίκασι).
 
 
 
38. Ο Ιωάννης Τζέτζης (12ος αι.) παραπονείται επειδή μερικοί αντί Γραικών αποκαλούν Αύσονες τους Έλληνες: «Οἱ δὲ ἡμᾶς τοὺς Γραικοὺς Ἕλληνας Αὔσονας λέγοντες αὐθεντικῆ ἀδεία καὶ ποιητικῆ τοῦ ποιοῦσιν» (Σχόλια εις Αλεξάνδραν Λυκόφρονος, ed. Scheer, τ. 2, Berlin 1908, σελ. 34).
 
39. Ο Μανουήλ Καλέκας γράφοντας στα 1404 προς τον Μανουήλ Χρυσολωρά χρησιμοποιεί την λέξη Ελλάς με τη σημερινή σημασία, γιατί εννοεί την Λέσβο (Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σελ. 86).
 
40. Ο επίσκοπος Αλανίας Θεόδωρος μετά την πτώση της Πόλης (1204) γράφει στον αδερφό του: «Ἑάλω μὲν ἡ πατρίς, ἀλλ' ἀνδρὶ σοφῶ πᾶς τόπος Ἑλλάς» (PG, 140, 414), στο Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα),  σελ. 65).
 
41. Ο αδερφός του Νικήτα Χωνιάτη, Μιχαήλ Χωνιάτης γράφει μετά το 1204: «Ἡ γάρ τοι πονηρὰ τυραννὶς καὶ Ἡ πάλαι τεθρυλημένη τῶν Ἑλλήνων ἀποβαρβάρωσις παραβιάζεται πλείστους μεταναστεύειν ἐκ πόλεως ἐπὶ πόλιν καὶ τῆς ἐνδαπῆς τὴν ἀλλοδαπὴν ἀλλάττεσθαι» (Σπ. Λάμπρου, Μιχαήλ Ακομινάτου τα σωζόμενα, τ. 2, σελ. 292 στο Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σελ. 63)
 
42. Ο Γεώργιος Βαρδάνης (13ος αι.) γράφει για την επισκοπή Βόνιτσας (Βονδίτζης) ότι χαρακτηριστικό της είναι "ο πέρα για πέρα ελληνικός χαρακτήρας της και το ότι βρίσκεται ανάμεσα σε Έλληνες" (Vasilievski, Epirotica, σελ. 252 στο Βακαλόπουλου Α. Ε., Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους, (1204 – Μέσα 15ου αιώνα), σελ. 69).
 
43. Στην Ιστορία του Μιχαήλ Ατταλειάτη (11ος αι.) διαβάζουμε
        18. ...Ρωμαίων καὶ Ἀλβανῶν  
        35. καί τινα Λατῖνον…
        48. τοῖς Βυζαντίοις καὶ τοῖς ἄλλοις Ρωμαίοις
        230 ...τὸ τῶν Βουλγάρων ἔθνος
        297. ...εἶχε γὰρ καὶ Ρωμαίων πολλῶν στρατιωτικόν, Βουλγάρων τε καὶ Ἀρβανιτῶν...
Το όνομα Ρωμαῖοι σημαίνει αποκλειστικά τους Έλληνες και ουδέποτε τους υπόλοιπους λαούς των Βαλκανίων. Πράγμα που καταρρίπτει, 700 χρόνια πριν από τον αιώνα του Διαφωτισμού, τον 18ο, τον ισχυρισμό ότι οι Βαλκάνιοι Ορθόδοξοι ήταν ένας λαός και αυτο/ονομάζονταν, αδιακρίτως καταγωγής, Ρωμαίοι, και ότι εξαιτίας των δυτικών ιδεολογιών και αντιλήψεων διασπάστηκαν σε Έλληνες, Βούλγαρους, Σέρβους κ.ο.κ. Επιπλέον, ήδη από τον 11ο αιώνα το Ρωμαίος δεν σημαίνει τον Λατίνο, γεγονός που καταρρίπτει την άποψη ότι οι Ρωμαίοι ήταν ελληνόφωνοι και λατινόφωνοι. 
 
44. Από την Επιτομή Ιστοριών  του Ιωάννη Ζωναρά (12ος αι.)
    XVII, 1: ...τὸ τῶν Βουλγάρων ἔθνος καὶ τὴν χώραν αὐτῶν...
    XVIII, 20: σύμμικτον πλῆθος ἐκ Θρακῶν τε καὶ Μακεδόνων καὶ Ρωμαίων ἄλλων καὶ βαρβάρων
(Θράκες και Μακεδόνες θεωρούνται Ρωμαίοι και συνεπώς δεν ισχύει η άποψη ότι μόνο οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης είχαν βυζαντινή συνείδηση)
 
45. Από επιστολή Ανωνύμου Πρὸς τὴν ἐν Φλωρεντία Σύνοδον (1439):
    «...Καὶ μηδὲν οἴεσθαι μικρὸν καὶ ἀδρανὲς τὸ Γραικῶν εἶναι γένος...Αὐτὸ μὲν γὰρ ἴσως καθ' ἑαυτό, χρόνους ἤδη συχνοὺς πολιορκηθέν, ὠλιγώθη τε καὶ ἐκακώθη, ἀλλ' οὐκ ἐκ τέλος ἐξετρίβη· φυλάττει γὰρ ἐκ μέρους αὐτὸ Κύριος......καὶ πᾶσα δὲ ἡ περὶ τὴν Ἀσίαν ἀρχὴ πάντων βαρβάρων τὰ πλεῖστα Γραικοῖς ὤκισται...» (Σπ. Λάμπρου, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, τόμ. Α', σελ. 9)
 
46. Ο Πλήθων Γεμιστός σε επιστολή Εἰς Μανουὴλ Παλαιολόγον περὶ τῶν ἐν Πελοποννήσω πραγμάτων γράφει:
    «...Ἐσμὲν γὰρ οὖν ὧν ἡγεῖσθέ τε καὶ βασιλεύετε Ἕλληνες τὸ γένος, ὡς ἥ τε φωνὴ καὶ ἡ πάτριος παιδεία μαρτυρεῖ» (Σπ. Λάμπρου, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, τόμ. Γ', σελ. 247).
 
47. Στην Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής (12ος αι.) διαβάζουμε:
    βιβλίο Ι', viii, 6: Ἡ δὲ τζάγγρα τόξον μέν ἐστι βαρβαρικὸν καὶ Ἕλλησι παντελῶς ἀγνοούμενον (= ἡ τζάγγρα εἶναι τόξο βαρβαρικὸ ἐντελῶς ἄγνωστο στοὺς Ἕλληνες)
    βιβλίο ΙΓ', x, 4: Ἦν δὲ τοιοῦτος ὁ ἀνὴρ οἷος, ὡς ἐν βραχεῖ μὲν εἰπεῖν, οὐδεὶς κατ' ἐκεῖνον ὤφθη ἐν τῇ τῶν Ῥωμαίων γῇ οὔτε βάρβαρος οὔτε Ἕλλην (= Ἄνθρωπος σὰν αὐτὸν δὲν εἶχε ξαναφανεῖ στὴ γῆ τῶν Ρωμαίων, οὔτε βάρβαρος οὔτε Ἕλληνας)
    Για τα παραπάνω χωρία έχει υποστηριχτεί ότι η αναφορά σε Ἕλληνες προέρχεται από το κλασσικό αρχαιοελληνικό μοτίβο της διάκρισης βάρβαρου-Έλληνα, και συνεπώς δεν αποδεικνύεται ότι για την Κομνηνή οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας ήταν Έλληνες. Αυτές οι απόψεις καταρρίπτονται από το παρακάτω χωρίο στο οποίο γίνεται αναφορά σε Έλληνες κατοίκους της Αυτοκρατορίας τον 12ο αιώνα.
    βιβλίο ΙΕ', vii, 9: Καὶ ἔστιν ἰδεῖν καὶ Λατῖνον ἐνταῦθα παιδοτριβούμενον καὶ Σκύθην ἑλληνίζοντα καὶ Ῥωμαῖον τὰ τῶν Ἑλλήνων συγγράμματα μεταχειριζόμενον καὶ τὸν ἀγράμματον Ἕλληνα ὀρθῶς ἑλληνίζοντα ( = Ἐκεῖ μπορεῖς νὰ δεῖς καὶ Λατίνο νὰ ἐκπαιδεύεται καὶ Σκύθη νὰ μαθαίνει ἑλληνικὰ καὶ Ρωμαῖο νὰ μελετᾶ τὰ συγγράμματα τῶν Ἑλλήνων καὶ τὸν ἀγράμματο Ἕλληνα νὰ μαθαίνει τὰ σωστὰ ἑλληνικά)
Εδώ οι αρνητές της ύπαρξης έθνους Ελλήνων κατά τον Μεσαίωνα και οι υποστηρικτές της ταυτότητας Ρωμαίος=Λατίνος καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα υποχρεώνονται να καταπιούν την γλώσσα τους. Ακόμη και αν δεχόταν κανείς ότι το Ρωμαίος δεν είναι κρατικό αλλά εθνικό και συνεπώς ότι οι εθνικά Έλληνες ήταν υποταγμένοι στους εθνικά Ρωμαίους του 12ου αιώνα, δεν μπορούν παρά να παραδεχτούν ότι για τους "Ρωμαίους" του 12ου αι. αυτοί οι Έλληνες ήταν κάτι τόσο χειροπιαστό και ξεχωριστό ώστε να φαινόταν (για τους "Ρωμαίους" στον 12ο αιώνα) λάθος η απουσία ξεχωριστού ονόματος γι' αυτούς. Ακόμη πιο αβάσιμη θα ήταν η ιδέα ότι αυτοί οι Έλληνες χρειαζόταν -στα μάτια των "Ρωμαίων"- ένα ξεχωριστό όνομα την ίδια στιγμή κατά την οποία υποτίθεται ότι οι Έλληνες αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι. Για ποιο λόγο η Κομνηνή αντιδιαστέλλει Ρωμαίους και Έλληνες αφού υποτίθεται ότι οι δεύτεροι αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι; Αλλά το ότι το Ρωμαίος είναι κρατικό φαίνεται από ότι Λατίνοι, Σκύθες και Έλληνες κατοικούν την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αν υπήρχαν ξεχωριστοί εθνικά Ρωμαίοι, τότε πού κατοικούσαν αυτοί και πού βρίσκονταν τα εθνολογικά όριά τους; Ήταν μια μηδαμινή μειονότητα κυρίαρχων περιορισμένοι μέσα στα τείχη της Πόλης ανάμεσα στο τεράστιο πλήθος των υποτελών τους; Μήπως διατηρείτο κάποια αριστοκρατία λατινική και μήπως απαγορευόταν σε υποτελείς η είσοδος σε αυτήν; Κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τις βυζαντινές πηγές. Εξάλλου, αν η βυζαντινή ελίτ τόνιζε την καταγωγή της από την λατινική Ρώμη, τότε η Κομνηνή δεν θα αντιδιέστελε Λατίνους και Ρωμαίους, και οι λατινόφωνοι θα ήταν ομοεθνείς της. Συνεπώς το Ρωμαίος στο παραπάνω απόσπασμα είναι κρατικό.
 
48. Ο Ιωάννης Λυδός (6ος αι.) γράφει (Περί των αρχών της Ρωμαίων Πολιτείας)
Νόμος ἀρχαῖος ἦν πάντα μὲν τὰ ὅπως οὖν πραττόμενα παρὰ τοῖς ἐπάρχοις, τάχα δὲ καὶ ταῖς ἄλλαις τῶν ἀρχῶν, τοῖς Ἰταλῶν ἐκφωνεῖσθαι ῥήμασιν. οὗ παραβαθέντος, ὡς εἴρηται, οὐ γὰρ ἄλλως, τὰ τῆς ἐλαττώσεως προὔβαινεν. τὰ δὲ περὶ τὴν Εὐρώπην πραττόμενα πάντα τὴν ἀρχαιότητα διεφύλαξεν ἐξ ἀνάγκης διὰ τὸ τοὺς αὐτῆς οἰκήτορας, καίπερ Ἕλληνας ἐκ τοῦ πλείονος ὄντας, τῇ τῶν Ἰταλῶν φθέγγεσθαι φωνῇ, καὶ μάλιστα τοὺς δημοσιεύοντας.
 
49. O Αμμιανός Μαρκελλίνος (330-393) αυτοαποκαλείται Έλληνας:  “Haec ut miles quondam et Graecus” (Res Gestae, XXXI, 16, 9)
 
50. Η αθηναϊκής καταγωγής αυτοκράτειρα Αιλία Ευδοκία-Αθηναΐς (401-460) στο ταξίδι της προς τα Ιεροσόλυμα (437) πέρασε από την Αντιόχεια και χαιρέτισε τους Αντιοχείς ως Έλληνες λέγοντας: «Ὑμετέρης γενεῆς τε καὶ αἵματος εὔχομαι εἶναι, τὰς ἐκ τῆς Ἑλλάδος ἐνταῦθα σταλείσας ἀποικίας αἰνιττομένη» (Ευάγριου, Εκκλησιαστική ιστορία, Α', 20)
Εβδομήντα πέντε χρόνια πριν, ο Ιουλιανός θεωρούσε ότι οι Αντιοχείς είναι ελληνικής καταγωγής (Αντιοχικός, 40 (367ab))
 
51. Ὁ Κωνσταντίνος Στιλβὴς (12ος αἰ.) γράφει ὅτι ὁ Κωνσταντίνος στήριξε στὴν ὀρθόδοξη πίστη «καὶ αὐτοὺς [τοὺς Δυτικοὺς] καὶ Γραικοὺς καὶ πᾶν ἔθνος» κι ὅτι «ὡς ἔχθιστον ἀποστρέφονται ὅτι φασὶν ἰδίαν βασιλείαν τῆς νέαρ Ῥώμης τάυτης ἐκείνης» (Λέοντος Χοιροσφάκτου Ἐπιστολαί, Γ. Κόλιας, Léon Choerosphactès, magistre, proconsul et patrice, Αθήνα 1939 , ΚΓ' (σ. 397)). Ὁ Στιλβὴς μιλάει γιὰ ἔθνος, ἄρα δὲν στέκει ἡ θεωρία ὅτι οἱ Γραικοὶ εἶναι γενικὰ οἱ Ὀρθόδοξοι (κι ὄχι οἱ Ἕλληνες) χαρακτηριζόμενοι μὲ βάση τὴν εἰκόνα τῶν Δυτικῶν γι' αὐτούς.
 
52. Ο Μέγας Βασίλειος καυχιόταν ότι η μητέρα του Εμμέλεια καταγόταν από τους Μολιονίδες-Ηρακλείδες (Γεώργιου Δ. Μεταλληνού, Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;, σ. 26)
 
53. Ο Συνέσιος (επιστολή 113, στα 401 μ.Χ.) ισχυρίζεται ότι η καταγωγή του είναι από τη Σπάρτη.
 
54. Ὁ Μάξιμος Ὁμολογητὴς (580-662) ἀγαπᾶ τοὺς «Ρωμαίους» ὡς ὁμόπιστους καὶ τοὺς «Γραικοὺς» ὡς ὁμόγλωσσους· κι ὅσο λάθος εἶναι ἡ θεώρηση τῶν Ρωμαίων ὡς ἁπλῶς θρησκευτικῆς ὁμάδας θὰ ἦταν κι ἡ θεώρηση τῶν Γραικῶν ὡς ἁπλῶς γλωσσικῆς ὁμάδας.
 
55. Ὁ λαρισαῖος Νικόλαος Μάγιστρος (10ος αἰ.) καυχιόταν ὅτι εἶχε καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ τὴ Σπάρτη: Καὶ ἡμεῖς, ὧ φιλότης, Σπαρτιᾶται μὲν πρὸς πατρὸς Ἀθηναῖοι δὲ πρὸς μητρὸς γεγονότες, καὶ ἀποδίδει τὶς λακωνικὲς ἐπιστολές του στὴν σπαρτιατικὴ καταγωγή του. Ἐπίσης, γράφει ὅτι «δὲν παρήκμασε ἡ πόλη μας οὔτε γέρασε ἡ πατρίδα μας, ἀλλὰ πάντα φέρει τὰ κάλλιστα, ὅπως παλιὰ ὅταν ὁ Θετταλὸς Ἀχιλλέας μόνος του κατατρόπωσε ὅλη τὴν Ἀσία στὸ Ἴλιον»: «Ἐῶ τὸν Θετταλὸν ἐκεῖνον τὸν πᾶσαν τὴν Ἀσίαν σχεδὸν εἰπεὶν ἐν Ἰλίω μονήρη τρεψάμενον...Οὔκουν ἐμοὶ νῦν δοκεῖ παρακμάσαι τὸ πόλισμα οὐδ΄ ὡς γεγηρακυίαν τὴν πατρίδα μὴ φέρειν τὰ κάλλιστα» (Westerink, Nicetas Magistros, Lettres d'un exile (928-946), Παρίσι 1973)
 
56. Ὁ Λέων Χοιροσφάκτης (10ος αἰ.) γράφει στὸν Λέοντα ΣΤ’ γιὰ τὸν τερματισμὸ τῆς αἰχμαλωσίας τῶν Γραικῶν στοὺς Ἄραβες παρὰ τὸ ὅτι κάνει λόγο ἀμέσως πρὶν γιὰ τὴν «Ρωμαίων ἀρχή», καὶ θὰ ἦταν παράξενο ἂν ἐνδιαφερόταν μόνο γιὰ ἑλληνόφωνους αἰχμαλώτους ἢ ἂν ὅλοι ἦταν ἑλληνόφωνοι (Λέοντος Χοιροσφάκτου Ἐπιστολαί, Γ. Κόλιας, Léon Choerosphactès, magistre, proconsul et patrice, Ἀθήνα 1939, ΚΓ' (σ. 397)).
 
57. Ὁ Μαγνησίας Μακάριος (4ος-5ος) γράφει ὅτι οἱ Ρωμαῖοι εἶναι «βάρβαρο ἔθνος», καὶ δὲν ἀξιώνουν τὴ γλώσσα τῆς ἐλευθερίας οὔτε κατέχουν τὴ λεπτότητα τῆς ἑλληνικῆς παίδευσης, τὴν ἴδια στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία θεωρεῖ τὸν Ἡρόδοτο «οὐ βάρβαρον ὄντα»: (Ἀποκριτικὸς εἰς Ἕλληνας, L. Duchesne, Παρίσι 1877, XVII): «οἱ δὲ κρίνοντες Ρωμαῖοι βάρβαρον ἔθνος, καὶ λόγον ἐλευθερίας μὴ ἀντιποιούμενον, μηδὲ παιδεύσεως ἑλληνικῆς κατέχον λεπτότητα».
 
 
 
Μικρή υποσημείωση, πρώτη: οι αρνητές της ελληνικής εθνικής συνέχειας είναι ικανοί να δεχτούν (χάριν τακτικής;) ότι υφίσταται κατά τον Μεσαίωνα ελληνική πολιτισμική συνέχεια, αλλά όχι και ελληνική εθνική συνέχεια. Δεν καταλαβαίνουν, ότι σε αντίθεση με την σημερινή εποχή, η εθνότητα και ο πολιτισμός ταυτίζονται. Σήμερα μπορεί να ακούς ροκ ή τσιφτετέλια και να είσαι Έλληνας ή Τούρκος. Παλαιότερα ο πολιτισμικός εξελληνισμός, εκτουρκισμός, εκβαρβαρισμός κλπ. σήμαιναν και την ένταξη στο αντίστοιχο έθνος.
Μικρή υποσημείωση, δεύτερη: Προκειμένου να αρνηθούν την ελληνικότητα των Βυζαντινών, υποστηρίζουν την σολιψιστική αντίληψη για το έθνος, δηλαδή ότι έσχατη και μέγιστη σημασία έχει η συνείδηση. Με βάση τη λογική αυτήν αν σήμερα είμαστε Έλληνες και αμέσως αύριο επιλέξουμε να είμαστε Αζτέκοι, τότε όντως καθιστάμεθα Αζτέκοι, ακόμη κι αν δεν έχουμε αλλάξει τίποτε πέρα από το όνομα. Η σολιψιστική αντίληψη αρνείται ότι συγκυρίαρχο στοιχείο εθνότητας και ταυτοπροσωπίας δεν είναι μόνο η εικόνα του Εγώ για τον εαυτό του (π.χ. είμαι ο μέγας Ναπολέων) αλλά και η εικόνα που έχουν οι άλλοι για το Εγώ. Υποτίθεται ότι επιλέγουν την σολιψιστική αντίληψη για το έθνος ως λογική εναντίωση σε "αντικειμενικές" θεωρίες όπως η φυλετική κ.ά., κάτι όμως που δεν χρειάζεται απαραίτητα.
Μικρή υποσημείωση, τρίτη: Αν με το Ρωμιός επιδιώκεται να δειχτεί η ταυτότητα Έλληνας+Ορθόδοξος, και να υπάρξει εναντίωση στην απόρριψη του Βυζαντίου, αυτό (η υιοθέτηση του Ρωμιός=Έλληνας+Ορθόδοξος) είναι περιττό. Γιατί, το Ορθόδοξος δεν είναι εθνικό αλλά θρησκευτικό.
Μικρή υποσημείωση, τέταρτη: Η εμμονή να αποκαλούνται ελληνόφωνοι Ρωμαίοι οι μεσαιωνικοί Έλληνες επειδή "η γλώσσα δεν συνεπάγεται έθνος, και οι Αμερικάνοι δεν είναι Άγγλοι" αγνοεί ηθελημένα ότι οι Έλληνες δεν μετανάστευσαν στην Ιταλία ή την Ρώμη ώστε όντως η ταυτότητα της ελληνικής γλώσσας να μην αποδεικνύει την ελληνική συνέχεια κι ότι οι Άραβες και Οθωμανοί για ελάχιστο διάστημα χρησιμοποίησαν τα ελληνικά. Εκτός κι αν θα αρχίσουμε σε λίγο να μιλάμε για ελληνόφωνους της Κλασσικής Εποχής. Το νόστιμο είναι ότι γίνεται λόγος για ελληνόφωνους επειδή δεν είχαν ελληνική συνείδηση την ίδια στιγμή κατά την οποία οι ίδιοι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι δεν υπήρχε ελληνικό έθνος κατά την Αρχαιότητα, παρά Αθηναίοι, Σπαρτιάτες, Κορίνθιοι κ.λπ.:  Θα έπρεπε να αποκαλούν αποκλειστικά ελληνόφωνους τους αρχαίους Έλληνες, αλλά μάλλον φοβούνται να πράξουν κάτι τέτοιο.
Μικρή υποσημείωση, πέμπτη:  Συνειδησιακή ρήξη με το αρχαιοελληνικό παρελθόν δεν υπήρξε ποτέ, εφόσον η παιδεία τους (σχολική και μη) δεν έγινε ούτε λατινική ούτε εβραϊκή, η γλώσσα τους δεν έγινε η λατινική, ο ήρωάς τους ήταν ο Αλέξανδρος και όχι ο Καίσαρ (όπως τους συγκρίνει ο Πλούταρχος), το πρότυπό τους ήταν ο Θουκυδίδης και οι Έλληνες ποιητές και ρήτορες και όχι οι Λατίνοι ιστορικοί, ποιητές και ρήτορες. Συνειδησιακή ρήξη τύπου άλλαξε ο Μανωλιός και αντί Έλληνας καλείται Ρωμαίος δεν είναι συνειδησιακή ρήξη.
 
ii) Μετά την Άλωση

1. Ο Ανδρόνιος Κάλλιστος στη Μονωδία επί τη δυστυχεί Κωνσταντινουπόλει (PG  161, στ. 1131) γράφει: «έσβησε η κοινή των Ελλήνων εστία».
 
2. Ο Νικόλαος Σεκουνδινός από την Εύβοια (απεβ. 1464) κάνει λόγο για Ελλάδα και για «παίδες Ελλήνων».
 
3. Ο Ζυγομαλάς γράφει τον 16ο αι. «οι δυστυχείς ημείς Έλληνες» και «Ημείς γαρ ονόματι Έλληνες».
 
4. Στο ποίημα του Ιέρακος (16ος αι., Μεγάλου Λογοθέτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου) Χρονικόν περί της των Τούρκων βασιλείας/ Δια την των Τούρκων βασιλείαν, διαβάζουμε: (στίχος 5) Ρωμαΐδος ως Γραικών πτώσιν, (13) Μέρους Ελλήνων των Γραικών, (49/51) ο βασιλεύς της πόλεως Ρωμαίων ο αυτάναξ.../εφάνη μέγας αριστεύς, ως Έλλην των Ελλήνων, (65) και βασιλεί δε των Γραικών, (417) Γραικοίς τε και Λατίνοις.
 
5. Ο Μονεμβασίας Αρσένιος γράφει στον Πατριάρχη Παχώμιο Α’ (1503-1504, 1504-1513) περί της λέξης τρακταΐζων: «τι δε τούτο σημαίνει Έλλην ων ουκ επίσταμαι» (Β. Α. Μυστακίδου, Αι λέξεις Έλλην, Γρακός (Γραικύλος), Ρωμαίος (Γραικορρωμαίος),Βυζαντινός, Μωαμεθανός, Τούρκος, σ. 26).
 
6. Στον πρόλογο των διδαχών του Αλεξίου Ραρτούρου (Βενετία 1560), από τον Θεωνά έξαρχο του Πατριαρχείου διαβάζουμε: «το ημέτερον Ελλήνων γένος, το των χριστιανών δηλαδή» (Ν.Γ. Πολίτη, Έλληνες ή Ρωμιοί, σ. 14).
 
7. «Ο Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος (τέλη 16ου -αρχές 17ου αι.) συνιστά στον Μ. Κρούσιο κ.λ. "ως καλούς χριστιανούς και Έλληνας" δύο "Γραικούς" από τη Σαντορίνη» (Βακαλόπουλου Απ. Ε., Ιστορία του νέου Ελληνισμού, τ. Γ’, σ. 375).
 
8. Στα 1619 ο επίσκοπος Μυρεών Ματθαίος σε ποίημά του αναφέρεται σε γένος των Ρωμαίων, γένος των Ελλήνων, και σε Γραικούς, χρησιμοποιώντας τις τρεις ονομασίες δίχως διαχωρισμό.
 
9. «Ο μοναχός Χριστόφορος Άγγελος (†1638), ο συγγραφέας του "Εγχειριδίου περί της καταστάσεως των σήμερον ευρισκομένων Ελλήνων" υπογράφεται ως "Έλλην"» (Βακαλόπουλου Απ. Ε., Ιστορία του νέου Ελληνισμού, τ. Γ’, σ. 375).
 
10. Το 1662 ο Θωμάς Φλαγγίνης κάνει λόγο στη διαθήκη του για «ελληνικό έθνος».
 
11. Το 1681 ο Φρ. Σκούφος δέεται στον Χριστό να «ελευθερώσει το ελληνικόν γένος». Εγκωμιάζει την αρχαία Ελλάδα, την προσφορά της Ελλάδας στην Εκκλησία για τους μάρτυρες και αγίους τους οποίους αποκαλεί «ήρωες της Χριστιανικής Ελλάδος» (Τέχνη Ρητορικής Δ’, Περί εκφωνήσεως)
 
12. Λίγα χρόνια νωρίτερα ο Λέων Αλλάτιος δηλώνει «τέκνον της Ελλάδος» και «Έλλην».
 
13. «Πάλαι μὲν Ἑλλήνων, νῦν δὲ Γραικῶν καὶ Νέων Ρωμαίων διὰ τὴν Νέαν Ρώμην καλουμένων» γράφουν οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες σε σύνοδο στα 1716, (I. Ν. Καρμίρη, Τα δογματικά και τα συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β’, σ. 789). Στις ίδιες απαντήσεις οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες κάνουν λόγο περί «Γραικών, Ρωσσών, Ιβήρων, Αράβων, Βουλγάρων, Αλβανών, Βλάχων, Μολδαβών» Ορθοδόξων Χριστιανών (ό.π., σ. 816)· περί «εὐγενεστάτων περιδόξων γενῶν, Ἄγγλων τε καὶ Ἑλλήνων» (ό.π., σ. 817).
 
14. Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος ο Πηγάς (1535-1602) γράφει: «Εσείς είσθε το γένος εκείνο το περιφρονημένον των Ρωμαίων, το οποίον ποτέ εκυρίευσεν όλην την οικουμένην με την δύναμιν των αρμάτων. Η πρώτη μοναρχία των Περσών μετετέθη εις Αιγυπτίους, από τους Αιγυπτίους εις Μακεδόνας, οι οποίοι ήσαν Έλληνες το γνήσιον γένος σας. Από εκείνους δε εις τους Ρωμαίους, από τους οποίους εσείς και κρατάτε και λέγεσθε» (Ν.Β. Τωμαδάκη, «Μελέτιος ο Πηγάς και η εξάρτησις της Εκκλησίας Κρήτης εκ του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας», Tome commémoratif du Millénaire de la Bibliothèque d’ Alexandrie, Αλεξάνδρεια 1953, σ. 37-46, στο Ορθοδοξία και Αρχαίος Ελληνισμός του Ι.Μ. Χατζηφώτη, σ. 105).
 
15. O Αθανάσιος Πάριος κάνει λόγο για «Αυτοκρατορία των Γραικών» (Αντιφώνησις, κεφ. Δ’) και «Γραικορωμαϊκή αυτοκρατορία» (Αντιφώνησις, κεφ. Ε’), για το «σημερινό Ελληνικό Έθνος» (ό.π., κεφ. ΣΤ’).
 
16. Ο Νεκτάριος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, στα 1660 (σε επιστολή προς τους Καθολικούς) αναφέρεται στην «ταπεινωμένη Ελλάδα» και στην Άλωση του 1453.
 
17. O Μάρκος Μουσούρος σε επιστολή του προς τον Ιανό Λάσκαρη, του γράφει, μεταξύ άλλων, ότι του στέλνει νέους από διάφορα μέρη της Ελλάδας, ώστε να τους μορφώσει. Και αναμένει από αυτούς, ως ανταπόδοση προς τον Λάσκαρι να «…κηρύξουσι τὴν λαμπρότητα τοῦ γένους, ὧ σὺ μάλιστα δίκαιος εἶ σεμνυνόμενος· ὑμνήσουσι τῶν προγόνων σου, τῶν πανσεβάστων τῆς Ἑλλάδος αὐτοκρατόρων, τὴν ἀρετήν· οὓς ὠμῶς διεδέξαντο καὶ ἀπανθρώπως οἱ διὰ τὴν σφετέραν αὑτῶν μοχθηρίαν τὸ μὲν Τούρκων ἔθνος τηλικοῦτον καταστήσαντες ἡλίκον ὁρῶμεν, τὸ δ’ ἡμέτερον ἐκ βάθρων καθελόντες» (Emile Legrand, Bibliographie Hellenique, 1885, Α’ τόμος, σελ. 144)
ii. Σε ποίημα του Μουσούρου διαβάζουμε: «Ρωμαῖοι Γραικοί τε καλούμενοι, ἀλλὰ παλαιοῖς / Ἀτθίδος ἢ Σπάρτης εἴκελον ἡμιθέοις / ἣν γὰρ τε πόλει Βυζαντινίδη πρώτη / νόστιμον ἀστράψη φέγγος ἐλευθερίης, / …Γραικὸς ὁ δουλεία νῦν κατατρυχόμενος / ἀρχαίης ἀρετῆς, ἵν’ ἐλεύθερον ἦμαρ ἴδηται» (Emile Legrand, Bibliographie Hellenique, 1885, Α’ τόμος, σελ. 106).
 
18. Ο Πατριάρχης Διονύσιος Β' (1543-1551) γράφοντας προς τον λόγιο Ερμόδωρο Λήσταρχο που ζούσε στην Ιταλία, γράφει: «Ὅτι Ἕλλην εἶ...» (Ανδρέα Μουστοξύδη, Ελληνομνήμων ή σύμμικτα ελληνικά : σύγγραμμα ελληνικόν, σελ. 598)
 
19. Στον πρόλογο της Ιστορίας του Δωρόθεου Μονεμβασίας (1631) από τον Απόστολο Τζηγαρά από τα Γιάννενα: «…συμβουλεύω πάντας τοὺς Ἕλληνας καὶ ὀρθοδόξους χριστιανοῦς (Ἕλληνας ἀπὸ τὸ γένος, καὶ ὀρθοδόξους χριστιανοὺς ἀπὸ τὴν πίστιν) νὰ ἀγοράσουν τοῦτο τὸ βιβλίο»
Παρέκβαση ειδικά για το βιβλίο αυτό: 
Τι λέει ο Κιτρομηλίδης. Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σσ. 86-7: «Τις αφηγήσεις των γεγονότων της Παλαιάς Διαθήκης ακολουθούσε η ιστορία των αρχαίων Εβραίων ώς την εποχή των πολέμων τους με τους άλλους αρχαίους λαούς της Μέσης Ανατολής καθώς και η ιστορία της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου. Μ’ αυτόν τον τρόπο ένα κομμάτι ελληνικής ιστορίας παρεμβαλλόταν στην αφήγηση. Είναι αξιοσημείωτο, ότι η ελληνική ιστορία δεν εμφανιζόταν στο προσκήνιο παρά μόνο στην ελληνιστική της φάση, εποχή στην οποία τεμνόταν με την αρχαία εβραϊκή ιστορία….Σ’ όλη την αφήγηση…έλειπαν αναφορές στην αρχαία Ελλάδα και στον πολιτισμό της. Οι Οθωμανοί σουλτάνοι της Κωνσταντινούπολης προβάλλονταν ως οι φυσικοί διάδοχοι των χριστιανών αυτοκρατόρων»
Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική, καθόσον αφιερώνονται δεκατρείς σελίδες στον Τρωικό Πόλεμο: Από τη σελίδα ρνα’ (151) «Ὅμως νὰ γράψω καὶ περὶ τῶν πολέμων τῆς τρωάδος» ώς τη σελίδα ρξγ’ (163).
Όσον αφορά στους Οθωμανούς ως δήθεν φυσικούς διαδόχους των χριστιανών αυτοκρατόρων στη σελίδα φμη’ διαβάζουμε: «Ὢ τῆς μακροθυμίας σου δέσποτα παντοκράτωρ, πῶς τὸ ὑπέφερες τοῦτο. Ὅμως ποῖος νὰ μὴν κλαύση τὴν χαλασμὸν τὴς περιφήμου πόλεως. Ὢ τοῦ θαῦματος τότε ἦτον νὰ ἰδεῖ τινας καὶ νὰ κλαίει, καὶ νὰ δέρνει τὰ στήθη του …ἄνοιγαν τῶν βασιλέων τᾶ μνήματα καὶ ἐνέπαιζαν τὰ λείψανά των. Τοῦ μεγάλου βασιλέως τὰ λείψανα Κωνσταντίνου εἰς ταῖς κοπριαῖς…Πῶς τὸ ἐκαταδέχθη ἡ Ἁγία Σοφία, ὁ ἐπίγειος οὐρανός…ἔγινε σήμερον ναὸς τῶν Τουρκῶν. Φρίξον ἥλιε…τοιουτοτρόπως ἠχμαλωτίσθη ἡ ἀθλία Κωνσταντινούπολις»
 
 
 
Δ') ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΡΩΜΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ
 
1. Αναφορικά με την Ελληνική Βιβλιοθήκη του Άνθιμου Γαζή (Βενετία 1807) «Στο σχήμα του Γαζή, τις βιογραφίες των κλασικών συγγραφέων ακολουθούσαν βιογραφίες ελλήνων συγγραφέων της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου μέχρι τη βυζαντινή εποχή και την άλωση της Κωνσταντινούπολης (…) Οι Νεοέλληνες λόγιοι, συμπεριλαμβανομένων και των μεγάλων σύγχρονων εκφραστών του Διαφωτισμού, μνημονεύονταν από τον Γαζή ως συνεχιστές και κληρονόμοι της βυζαντινής γραμματείας»[1]. Ο Άνθιμος Γαζής γράφει στην προκήρυξή του στις 7 Μαΐου 1821, για την κήρυξη της Επανάστασης στο Πήλιο: «Η Κωνσταντινούπολις δεν είναι μακράν η ημέρα κατά την οποίαν θα γίνη ελληνική και εις την Αγίαν Σοφίαν θα στηθή πάλιν ο Σταυρός».
 
2. Σε ένα σύγγραμμα, την Απολογία ιστορικοκριτική (Τεργέστη 1814) «Τα ονόματα των αρχαίων φιλοσόφων και των βυζαντινών λογίων μνημονεύονταν πλάι στα ονόματα των φωτισμένων Ελλήνων που άκμασαν κατά τη διάρκεια της οθωμανικής υποτέλειας»[2].
 
3. Στη βιβλιοθήκη των Μαυροκορδάτων, ηγεμόνων στη Μολδοβλαχία, υπήρχαν η Μυριόβιβλος του Φώτιου, η Αλεξιάδα, έργα των Μ. Ψελλού, Ν. Βλεμμύδη, Γ. Παχυμέρη, οι παραινέσεις των Βασιλείου Β' και Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, έργα των Πατέρων και του Γεώργιου Γεμιστού – Πλήθωνα.
 
4. Κατά τον Δημ. Καταρτζή (1730-1807) οι Ρωμηοί της εποχής του ανήκαν στο ίδιο έθνος –και το συνέχιζαν– με τους Περικλή, Θεμιστοκλή, Θεοδόσιο, Βελισάριο, Ναρσή, Βασίλειο Β', Ιωάννη Τσιμισκή. Συγκεκριμένα:
    i) «...καὶ τὴ γλώσσα τῶν μεταγενέστερων Ἑλλήνων, ποὺ μετωνομάστηκαν Ρωμαῖοι...» ("Σχέδιο α', ὅτι ἡ ρωμαίκια γλώσσα..."  στο Δ. Καταρτζή, Τα ευρισκόμενα, Ερμής, Αθήνα 1970, σελ. 14)
    ii) «...ἀφ' οὗ ἕνας Ρωμηὸς συλλογιστῆ μιὰ φορὰ πὼς κατάγεται ἀπὸ τὸν Περικλέα, Θεμιστοκλέα καὶ ἄλλους παρόμοιους Ἕλληνες, ἢ ἀπτοὺς συγγενεῖς τοῦ Θεοδόσιου, τοῦ Βελισάριου, τοῦ Ναρσῆ, τοῦ Βουλγαροκτόνου, τοῦ Τζιμισκῆ κ' ἄλλων τόσων μεγάλων Ρωμαίων...πῶς νὰ μὴν ἀγαπᾶ τοὺς ἀπογόνους ἐκείνων κ' αὐτωνῶν τῶν μεγάλων ἀνθρώπων;» ("Συμβουλὴ στοὺς νέους πῶς νὰ ὠφελιοῦνται καὶ νὰ μὴ βλάπτωνται ἀπτὰ βιβλία τὰ φράγκικα καὶ τὰ τούρκικα, καὶ ποιὰ νά 'ναι ἡ καθ' αὐτό τους σπουδή" στο Τα ευρισκόμενα, Ερμής, Αθήνα 1970, σελ. 45).
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Καταρτζής αν και προτιμά το Ρωμηός αντί του Έλληνας, στους εθνικούς πρόγονους του Ρωμηού όχι μόνο δεν συγκαταλέγει τους Ρωμαίους της παλαιάς Ρώμης, όπως κάνουν οι οπαδοί των απόψεων του Ιωάννη Ρωμανίδη, αλλά συγκαταλέγει τους Αρχαίους Έλληνες.
    iii) «...κατὰ πρῶτον ὠνομαστήκαμε Γραικοὶ....καὶ μὲ ταὐτὸ τὄνομα μᾶς ἐγνώρισαν τὰ δυτικὰ σ' ἐμᾶς ἔθνη· ἐμεῖς κατόπι τἀλλάξαμ' αὐτὸ κ' ἐπήραμε τὸ Ἕλληνες ὄνομα....Μετοικίζοντας ὁ μέγας Κωνσταντῖνος τὸ βασίλειο στὴν Κωνσταντινούπολι, ὠνομαστήκαμε Ρωμαῖοι...»  (ό.π., στο Δ. Καταρτζή, Τα ευρισκόμενα, Ερμής, Αθήνα 1970, σελ. 49).
Ενάντια στις θεωρίες των Νεοπαγανιστών/Εθνικών που αρνούνται εθνικά το Βυζάντιο αλλά και των Ρωμανιδιστών που αρνούνται ως ομοεθνείς τους Αρχαίους Έλληνες, οι Γραικοί, οι Έλληνες και οι Ρωμηοί είναι για τον Καταρτζή ένα και το αυτό έθνος.
    iv) «...εἶναι τρία ἔθνη ὁμόπιστοι καὶ σύνδουλοί μας ποὺ τὰ μεταχειρίζουνται [σημ.: τα σλαβικά] στῆς ἐκκλησίαις τους, ἤγουν Βουργάροι, Σίρμποι καὶ Μποσνάκοι» ("Λόγος προτρεπτικὸς στὸ γνῶθι σαὐτὸν καὶ στὴν κοινὴ παιδαγωγία τοῦ ἔθνους, ἢ σοφός, ἡμιμαθής, ἀμαθής" στο Δ. Καταρτζή, Τα ευρισκόμενα, Ερμής, Αθήνα 1970, σελ. 201)
        Εδώ φαίνεται ότι ο υπέρμαχος της εθνικής ονομασίας Ρωμηός Καταρτζής αρνείται ότι οι ορθόδοξοι Βαλκάνιοι είναι Ρωμηοί και ομοεθνείς των Ρωμηών. Το ίδιο πιστεύει και για τους Ρουμάνους (Βλάχους) της Ρουμανίας:
        α) «...τῆς νεολαίας Ρωμηῶν καὶ Βλάχων...»
        β) «....μαθητάδες Βλάχους, ἢ καθὸ Ρωμηούς...» ("Σχέδιο β' "  στο Δ. Καταρτζή, Τα ευρισκόμενα, Ερμής, Αθήνα 1970, σελ. 25)
        γ)  «...εἰς ὠφέλειά τους Ρωμηοὶ καὶ Βλάχοι...» (ό.π., στο Δ. Καταρτζή, Τα ευρισκόμενα, Ερμής, Αθήνα 1970, σελ. 37)
        δ) «...τοῦ κάθε ἔθνους Ρωμηῶν καὶ Βλάχων...» (ό.π., στο Δ. Καταρτζή, Τα ευρισκόμενα, Ερμής, Αθήνα 1970, σελ. 38)
 
5. Κατά τον Π. Κοδρικά (Μελέτη της κοινής ελληνικής διαλέκτου - Παρίσι 1818) «η περίοδος της "Ρωμαϊκής βασιλείας" συνέβαλε να διατηρηθεί η πολιτική ελευθερία του "Ελληνικού γένους" και έσμιξε με επιτυχία το προϋπάρχον ελληνικό στοιχείο με την χριστιανική πίστη»[3]. Η «Πολιτική του Γένους ελευθερία εξολοθρεύθη» στα 1453, οπότε και το «Ελληνικόν Γένος» έχασε την εθνική του ανεξαρτησία[4].
 
6. Οι αδελφοί Μαρκίδες Πουλίου στον πρόλογό τους στην έκδοση του Χρονικού του Γ. Σφραντζή «απευθύνονται σε όσους αγαπούν την ιστορία του Βυζαντίου. Τα ρητορικά σχήματα του κειμένου, με αναφορές από τα Ομηρικά χρόνια ώς το Βυζάντιο, οδηγούν σε μια αντίληψη ιστορικής ενότητας του Ελληνισμού»[5]».
 
7. Στην Νεωτερική Γεωγραφία (1791) των Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρ. Κωνσταντά, «η Βυζαντινή αυτοκρατορία αποκαλείται άλλοτε "Αυτοκρατορία των Ελλήνων" και άλλοτε "Βασιλεία των Ελλήνων". Η τέταρτη περίοδος [= από τα 323 π.Χ. (θάνατος Αλεξάνδρου) ώς τα 1453] θεωρείται από τους συγγραφείς μία από τις περιόδους της ιστορίας του "έθνους των Ελλήνων"»[6]. Σύμφωνα με τους συγγραφείς οι Λατίνοι που εγκαταστάθηκαν στη Ρωμανία «όλοι με τον καιρό εξελληνίσθηκαν. (…) Εκείνοι οπού εμετοίκησαν εις την Κωνσταντινούπολι, άφησαν με την ολότη και τη γλώσσα και τα ήθη τα Ρωμάνικα, και εξελληνίσθηκαν»˙ οι ίδιοι συγγραφείς θεωρούν Έλληνες του Βυζαντινούς που επανέκτησαν στα 1261 την Πόλη (άρα και –κατά τους συγγραφείς– αυτοί που κατείχαν πριν το 1204 την Πόλη ήταν Έλληνες): «Εις τα 1261 οι Έλληνες εκατόρθωσαν και τους [Λατίνους] έδιωξαν, και ξαναπήραν την πόλι». Για να την «ξαναπάρουν» οι Έλληνες, Έλληνες την είχαν χάσει, Έλληνες λοιπόν θεωρούνται οι Βυζαντινοί πριν τα 1204. Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες χαρακτηρίζονται «οι βασιλείς μας». Για τους ίδιους συγγραφείς οι ανδριάντες των Λατίνων οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη από τον Κωνσταντίνο «εις την παλαιά Ρώμη ήταν ζωντανοί, και ενέσπερναν εις τους Ρωμάνους μια καρδιά … εις την νέα [ = Νέα Ρώμη = Κων/πολη] όμως νεκροί και κόσμος άχρηστος». Οι Φιλιππίδης/Κωνσταντάς κάνουν αυστηρή διάκριση μεταξύ «Ρωμάνων» δηλαδή Λατίνων, πριν τον Κωνσταντίνο Α’, και «Ρωμαίων»˙ οι δυο Διαφωτιστές στο έργο τους αναφέρουν πόλεις και περιοχές της Ελλάδας (π.χ. Αθήνα, Θήβα, Λειβαδιά, Σάλωνα, Ζητούνι, Λάρισα, Ιωάννινα, Χανιά, Κάρυστος, Εύριπος, Ιόνια νησιά κ.ά.) που κατοικούνται από «Ρωμαίους».
 
8. Στα 1760 στη Γραμματική γεωγραφική του Γ. Φατζέα (Βενετία) διαβάζουμε «Ο Θρόνος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οπού μίαν φοράν είχε την Κωνσταντινούπολιν δια μητρόπολιν, και την ετίμα ωσάν κεφαλήν, εσβύσθη, φευ, και έγινεν η Επτάλοφος θρόνος των Τουρκών, από τους 1453». Ο Φατζέας στην Γραμματική Γεωγραφική (που αφιερώνεται στο «ευσεβέστατο γένος των Γραικών που κατοικεί στη Βενετία») κάνει λόγο αδιαφοροποίητα για Ρωμαίους, Γραικούς, Έλληνες ταυτίζοντάς τους (σσ. ς’, ζ’, θ’, ι’, ια’, ιγ’: «Γένος των Ρωμαίων, οπού κατοικεί εις την περίβλεπτον μητρόπολιν των Ενετιών», «η δόξα των Γραικών», «ομοφύλους Έλληνας», «οι δυστυχείς Ρωμαίοι», «φιλομαθείς παίδας των Ελλήνων», «λαμπρότατον Γένος των Γραικών»).
 
9. Στα 1795, ο ανώνυμος μεταφραστής από τα γαλλικά του συγγράμματος του Μοντεσκιέ για τους Ρωμαίους και τους Βυζαντινούς θεωρεί τη Ρωμανία «Γραικικόν Βασίλειον».
 
10. Στο έργο του Δημήτριου Αλεξανδρίδη Ελληνικός καθρέπτης (Βιέννη 1806) γίνεται αναφορά από τα προομηρικά χρόνια ώς τον 15ο αιώνα. Ο ίδιος λόγιος μεταφράζοντας μια «Ιστορία της Ελλάδος» ενός ξένου πρόσθεσε (1807) κι έναν τρίτο τόμο με την ιστορία της Ρωμανίας.
 
11. Στα 1824, εκδίδεται στη Βενετία η Κωνσταντινιάς, παλαιά τε και νεωτέρα˙ ήτοι περιγραφή Κωνσταντινουπόλεως συνταχθείσα «παρά ανδρός φιλολόγου και φιλαρχαιολόγου». Στον πρόλογό της ο συγγραφέας γράφει «λείψανα και ερείπια ταύτης της θαυμασίας πόλεως, εις την οποίαν ίσταντο ποτέ τα σκήπτρα της Ανατολικής ημών Αυτοκρατορίας (...) Αυτά λοιπόν τα σεβαστά λείψανα, τα οποία η φιλότιμος χειρ των ημετέρων Αυτοκρατόρων ανήγειρε μεγαλοπρεπώς κατά διάφορας εποχάς».

--------------------------------------------------------------------------------

[1] Κιτρομηλίδη Πασχάλη Μ., Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σ. 105-6.
[2] Ό.π., σ. 108.
[3] Ταμπάκη Άννας, Περί νεοελληνικού Διαφωτισμού, σ. 52.
[4] Μελέτη της κοινής ελληνικής διαλέκτου, σ. 129 και 130.
[5] Ταμπάκη Άννας, Περί νεοελληνικού Διαφωτισμού, σ. 53.
[6] Ό.π., σ. 55.
 
12. Ο Κοραής γράφει ότι οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν «ομόθρησκοι και ομόγλωσσοι των Γραικών»[1]· και ποιοι άλλοι ήταν ταυτόχρονα ομόθρησκοι και ομόγλωσσοι των Ελλήνων; Μάλιστα γράφει «Εις τοιαύτας εθνικάς αμφισβητήσεις το μόνον ακριβές κριτήριον είναι η γλώσσα, μάλιστα όταν ήναι ενωμένη με την θρησκείαν»[2] και «Η γλώσσα πλέον παρά την θρησκείαν χαρακτηρίζει και ενώνει και φιλιώνει και αδελφοποιεί τα έθνη. Παράδειγμα οι ομόθρησκοι Ρ., τους οποίους δεν κρίνομεν ομογενείς»[3]. Γράφει ότι «Αν εφάνη τι το ηρωϊκόν εις την θλιβεράν εκείνην της αλώσεως ημέραν, ασυγκρίτως ηρωϊκώτερος εδείχθη ο τελευταίος δυστυχέστατος των Γραικορωμαίων Αυτοκράτωρ, όστις μη δυνάμενος να βοηθήση αποθνήσκουσαν ελευθερίαν, επροτίμησε να συνενταφιασθή μ’ αυτήν, παρά να ίδη την πατρίδα του καταπατούμενην από Τούρκους»[4], επιδοκιμαστικά θεωρεί ότι η Εκκλησία εύχεται υπέρ των Γραικορωμαίων («..τίνες είναι οι βάρβαροι ούτοι, τους οποίους καταράται η Εκκλησία, πλην οι Τούρκοι; Τίνες είναι οι βασιλείς, εις τους οποίους εύχεται νίκας κατά βαρβάρων, πλην οι Γραικορωμαίοι της Κωνσταντινουπόλεως αυτοκράτορες, πριν της καταστροφής των;…»)[5]. Γράφει «…οι Τούρκοι, τούτο μόνον διαφέροντες από τους Γραικορωμαίους θείους δεσπότας, ότι ήσαν αλλόφυλοι και αλλόγλωσσοι»[6]· όμως οι «Γραικορωμαίοι» ήταν για αυτόν ομόγλωσσοι των Ελλήνων και στο παραπάνω απόσπασμα δεν ξεκαθαρίζεται αν εννοεί ότι οι Τούρκοι ήταν «…αλλόφυλοι και αλλόγλωσσοί των [=των Γραικορωμαίων, κι όχι των Ελλήνων]» ή –σε αντίθεση με τους Γραικορωμαίους– «…αλλόφυλοι και αλλόγλωσσοι [των Ελλήνων]» (πάντως η φράση σταματά στο «αλλόγλωσσοι», δεν υπάρχει «των» στη συνέχεια, άρα πιθανότατα ισχύει η δεύτερη εκδοχή, οπότε εδώ θεωρεί τους Γραικορρωμαίους ομόφυλους και ομόγλωσσους των Ελλήνων). Γράφει «οι Αυτοκράτορες ημών δεν έκβαιναν από το Παλάτιον…»[7]. Η βυζαντινή «βασιλεία» είναι «του γένους» στο οποίο ανήκει και ο Κοραής και το γένος θα μπορούσε να την κρατήσει («Η αναλαμπή αύτη ήτον τόσον σφοδρά, ώστε αν εγίνετο μίαν εκατονταετηρίδα αρχήτερα, ή αν οι Τούρκοι  ήρχοντο μίαν εκατονταετηρία βραδύτερον, το γένος ήθελε και την βασιλείαν φυλάξει, και ακολουθήσει την αυτήν οδόν εις το βέλτιον των λοιπών εθνών Ευρώπης»[8])· συνεπώς οι Γραικοί/Έλληνες δεν ήταν υπόδουλοι στους Βυζαντινούς, αλλά το βυζαντινό κράτος ήταν των Γραικών/Ελλήνων. Στη βυζαντινή εποχή αναφέρεται στους «τότε Γραικούς». Επανειλλημένα στις επιστολές του[9] αναφέρεται στην «δική μας» ρωμαϊκή γλώσσα·  σε Ρωμαίους της εποχής του, οι οποίοι είναι οι νεώτεροι Έλληνες[10]. Και βέβαια θεωρεί τους Ρωμαίους της εποχής του Γραικούς και ανέκαθεν Έλληνες[11]. Επαινεί τον Φώτιο, τον Ευστάθιο, τον Πρόδρομο, τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο και τον πατέρα του Λέοντα Σοφό[12], τους βυζαντινούς ιατρούς Αέτιο και Αλέξανδρο Τραλλιανό[13], όπως φυσικά τους βυζαντινούς Πατέρες του 4ου αιώνα.


--------------------------------------------------------------------------------

[1] Σάλπισμα πολεμιστήριον.
[2] επιστολή 1-5-1807.
[3] επιστολή 1-3-1826.
[4] πρόλογος στον Α’ τόμο των Ατάκτων (1828).
[5] Αδελφική Διδασκαλία.
[6] πρόλογος στον Ιερατικό Συνέκδημο (1831).
[7] επιστολή 10-2-1812.
[8] επιστ. 30-11-1806.
[9] Στις 15-1-1788, 20-12-1789, 4-1-1810, 5-12-1811, 22-9-1812.
[10] επιστολές 9-9-1782, 11-8-1783, 1-7-1790, 8-9-1789.
[11] Τι πρέπει να κάμωσιν οι Γραικοί εις τας παρούσας περιστάσεις. Διάλογος δύο Γραικών (1805).
[12] Προλεγόμενα στον «Ιερατικό Συνέκδημο» (1831).
[13] Προλεγόμενα στην έκδοση Ξενοκράτους και Γαληνού «περί της από των ενύδρων αποχής» (1814).
 
13. To 1802, ο Δανιήλ στη Μοσχόπολη γράφει: «Αλβανοί, Βλάχοι, Βούλγαροι αλλόγλωσσοι χαρήτε / κι' ετοιμασθήτε όλοι σας Ρωμαίοι να γενήτε.... να τιμήσετε...και τας πατρίδας / τας Αλβανοβουλγαρικάς κάμνοντας Ελληνίδας» (Απ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ’, σ. 321).
 
14. Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος κάπου (Όνειρον) γράφει: «Ότ’ οι Ρωμαίοι είν’ απόγονοι των παλαιών Ελλήνων, αυτό και αυτοί το ηξεύρουν και κανένας δεν διστάζει»
 
Ε') ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΡΩΜΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΜΕ ΑΥΤΗΝ.
 
(Από το Φώτη Δημητρακόπουλου, Βυζάντιο και Νεοελληνική διανόηση στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνος, σ. 144, 145, 146)
1. Νομική Διάταξις της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, ή Οργανισμός του Αρείου Πάγου, Γερουσίας της Ανατ. Ελλάδος της 4/11/1821: «Οἱ κοινωνικοὶ νόμοι τῶν ἀειμνήστων χριστιανῶν αὐτοκρατόρων τῆς Ἑλλάδας μόνοι ἰσχύουσι κατὰ τὸ παρὸν εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Χέρσον Ἑλλάδαν».
 
2. Προσωρινόν πολίτευμα της Ελλάδος, 1/1/1822, όπου μεταξύ άλλων λέγεται: «Ἄχρι της κοινοποιήσεως τῶν εἰρημένων κωδήκων, αἱ πολιτικαὶ καὶ ἐγκληματικαὶ διαδικαςίαι βάσιν ἔχουσι τοὺς Νόμους τῶν ἀειμνήστων Χριστιανῶν ἡμῶν αὐτοκρατόρων».
 
3. Νόμος της Επιδαύρου, ήτοι Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, κατά την εν Άστρει Β’ Εθνικήν Συνέλευσιν, 1823: «Ἄχρι δὲ τῆς κοινοποιήσεως τῶν εἰρημένων Κωδήκων, κατὰ μὲν τὰ Ἐγκληματικὰ καὶ Πολιτικὰ ἰσχύουσιν οἱ Νόμοι τῶν ἡμετέρων ἀειμνήστων Χριστιανῶν αὐτοκρατόρων τῆς Κωνσταντινουπόλεως».
 
4. Αρ. ΙΑ’ των Πρακτικών της Εθνικής Συνελεύσεως, εν Άστρει, 1 Απριλίου 1823: «[Διορίζεται επιτροπή για] νὰ ἐκθέσῃ τὰ κυριώτερα τῶν ἐγκληματικῶν ἐκ τοῦ προχείρου, ἐρανιζομένη ἀπὸ τοὺς νόμους τῶν ἡμετέρων ἀειμνήστων Βυζαντινῶν Αυτοκρατόρων».
 
5. Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος, 1827, όπου γράφεται: «Ἕως ὅτου δημοσιευθῶσι Κώδικες [..] οἱ Βυζαντινοὶ Νόμοι [...] καὶ οἱ παρὰ τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας δημοσιευομένοι νόμοι ἔχουν ἰσχύν».
 
6. Την τακτική αυτή συνέχισαν όχι μόνο ο Καποδίστριας αλλά και το Ελληνικό Βασίλειο ώς το 1946, θεσπίζοντας την Εξάβιβλο του βυζαντινού νομικού Αρμενόπουλου ως νόμο του ελληνικού κράτους.
 
 
 
ΣΤ') ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΞΕΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΡΩΜΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΥΠΟΔΟΥΛΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ.
1) Στις αρχές του 18ου αι. γράφει για τους Έλληνες κατοίκους της Κων/πολης ένας ξένος: «Η όψη των υπολειμμάτων του αρχαίου τους μεγαλείου [= των βυζαντινών κτισμάτων της Πόλης], αν και θλιβερή και ταπεινωτική, τους γεμίζει το κεφάλι με δεν ξέρω ποιες υπεροπτικές ιδέες, που τους κάνουν απείθαρχους και ματαιόδοξους». (Απ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ', σ. 115)
 
2) Ο καθολικός επίσκοπος Βερνάρδος Βοκκίνης (τέλη 18ου αι.) γράφει προς τους Βενετούς «...το έθνος των Ελλήνων αποβλέπον εις την ανάκτησιν της απολεσθείσης αυτοκρατορίας του...» (Απ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ', σ. 156)
 
3) Στα τέλη του 18ου αι. ο υποπρόξενος της Γαλλίας στη Χίο Louis Jouvin γράφει για τους Έλληνες υπηρετούσαν τους Ρώσσους διότι «ίσως τρέφονταν με την χιμαιρική ιδέα ν' αποκατασταθούν στην παλιά αυτοκρατορία τους. Αυτοί άλλωστε ήταν οι ενδόμυχοι πόθοι τους» (Απ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ', σ. 413).
 
4) Στα 1800 ο Γάλλος Stephanopoli παραθέτει ένα άσμα ανώνυμου Πελοποννήσιου λαϊκού μουσικού τα ταξίδια του στο Μοριά μεταξύ 1797-8 (Voyage 2, σ. 75-78): «"Τ' ήταν η Γραίκια μια φορά / κι' άκουσε τ' είναι τώρα, / Που ο τύραννος μού ερήμαξε / Το γένος των Ρωμαίων. / Πού είναι η Αθήνα μου, / Πού είναι κείνη η Αθήνα / Πού ο κόσμος εθαμάκτηκε / και σέβεται ακόμη; / Εκεί επρωτοφάνηκε / η ελευθερία εις τον κόσμον. / ......... / Πόλη μου, πού είν' τα κάλλη σου, / Πόλη δυστυχισμένη, / Πόλη μου φως που εφώτιζες / Ανατολή και Δύση; / Και τώρα είσαι η κατοικιά / βαρβαρωτάτου γένους, / και βλέπεις την αγιάν Σοφιά / στου Αγαρηνού τα χέρια, / να κάθεται κι' ο Μωάμεθ / εις των Γραικών τον θρόνον / να θρέφη τα Ρωμαιόπουλα / με της σκλαβιάς το γάλα"» (Απ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ', σ. 664-5).
 
5) Στην Νάξο, στο χωριό Φιλώτι στα 1714 οι χωρικοί ζητούν να προστατεύσουν την εκκλησία τους από τον λατίνο φεουδάρχη Χρύσανθο Μπαρότση γράφοντας: "...την γονικήν μας εκκλησίαν κυρίαν Θεοτόκον, η οποία ανηγέρθη και ανεκαινίσθη από τον καιρόν του αειμνήστου Κομνηνού του βασιλέως..." (Απ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ', σ. 125).
 
6) Στην Άρτα τον 17ο αι. οι κάτοικοι γνωρίζουν ότι η εκκλησία της Ευαγγελίστριας κτίστηκε από τον Μιχαήλ Δούκα Κομνηνό (Απ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ', σ. 159).
 
7) Σε δήλωσή του προς την τσαρίνα στα 1792 ο Λάμπρος Κατσώνης «ενώ χρησιμοποιεί συνήθως τη λέξη "Ρωμαίοι", μεταχειρίζεται μολαταύτα δυο φορές την έκφραση "ελληνικό γένος"» (Απ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ', σ. 579)
 
8) Στα 1808 ο Θύμιος Βλαχάβας ορίζει ημερομηνία έναρξης της εξέγερσης κατά των Τούρκων την 29η Μαΐου (Απ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ', σ. 723).
 
9) "Οι Έλληνες ήταν πάρα πολύ μεγάλοι άνθρωποι, το κεφάλι τους έφτανε ως τα σύννεφα. Ήταν ψηλότεροι και χοντρότεροι από το βούνι της Σιούτιστας. Όταν έχτιζαν τα κάστρα που φαίνονται ακόμα στην Κρετσούνιστα και ο άλλος από τη Βελτσίστα και εδανείζονταν τα σύνεργά τους. Τότες που ζούσαν οι Έλληνες δεν χρειάζονταν γιοφύρια, γιατί αυτοί πηδούσαν τον Καλαμά σαν που πηδούμε εμείς σήμερα τες αυλακιές στο χωράφι. Φώναζαν από δω κι απηλογιόνταν από την Άρτα. Με εκατό δρασκέλες πάγαιναν από δω ως τα Γιάννενα. Όταν πολεμούσαν αναμεταξύ τους, έριχναν ο ένας στον άλλο ραϊδιά, γιατί δεν είχαν ντουφέκια τότες. Τέτοιοι θα ήμασταν και εμείς, αλλά ανάθεμα στη Μονοβύζα, που μας κατάντησε σαν που είμαστε σήμερα" (Κακριδής)
Εδώ φαίνεται η συνέχεια μεταξύ των μυθικών Ελλήνων και των Ελλήνων του 19ου-20ού αιώνα.
 
10) Στο Μπεράτι καταγράφηκε  ενθύμηση του περάσματος του Κοσμά του Αιτωλού στα 1779: «αφού εγύρισεν εις όλα τα μέρη εις Γραικίαν και Αρβανιτίαν» (Απ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ', σ. 434-5).
 
11) Στα 1511 οι Χιώτες σε αναφορά τους ονομάζουν την Νέα Μονή «το αγαπητόν και ευλαβέστατον κατοικητήριον πάσης Ελλάδος» (Απ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ', σ. 306).