Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

Λέων ο Σοφός (886-912)

 

 

ΗΛΙΑ ΛΑΣΚΑΡΗ      ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ  εκδόσεις «ΒΥΖΑΝΤΙΣ»
 
              Τον Βασίλειο Α' διαδέχτηκαν στο θρόνο οι δυο γιοι του Λέων ΣΤ' (886-912) και Αλέξανδρος. Πραγματικός αυτοκράτορας ήταν μόνο ο Λέων, γιατί ο αδελφός του Αλέξανδρος ζούσε ακόλαστη ζωή και δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τις υποθέσεις του κράτους.
 
ΛΕΩΝ Ο ΣΟΦΟΣ

            Ο Λέων απέκτησε εξαιρετική μόρφωση, θεολογική και φιλολογική. Υπήρξε δόκιμος συγγραφέας, ενθουσιώδης ρήτορας, ακόμη και ποιητής. Το συγγραφικό του έργο παρουσιάζει τα εξής δυο γενικά χαρακτηριστικά: α) αρχαΐζουσα τάση στη γλώσσα και β) έντονες θεολογικές επιδράσεις.
 
            Από τα έργα του διασώθηκαν λειτουργικά, ποιήματα, λόγοι, ομιλίες, ένας επιτάφιος λόγος στον πατέρα του και ποιήματα μέτριας πνοής. Εγραψε, επίσης, ένα στρατιωτικό εγχειρίδιο με τον τίτλο «Τακτικά».
 
            Ως χαρακτήρας, ο Λέων, ήταν τελείως αντίθετος από τον πατέρα του: αναποφάσιστος, επιπόλαιος, εγωπαθής, εκδικητικός και ερωτύλος.
 

Σχέσεις Βυζαντινών και Βουλγάρων. Συμεών
 
           Από τότε που διαδόθηκε ο Χριστιανισμός στους Βουλγάρους (864) επί της βασιλείας του Βόγορη Μιχαήλ, το βουλγαρικό κράτος ακολούθησε φιλική πολιτική απέναντι στο Βυζάντιο, τουλάχιστον όσο καιρό βασίλευε ο Βόγορης Μιχαήλ.
            Κατά το έτος 889, απεχώρησε από την εξουσία ο Βόγορης και ασπάστηκε το μοναχικό βίο. Ο πρωτότοκος γιος και διάδοχος του Βλαδίμηρος (889-893), προσπάθησε να επαναφέρει την παλαιά ειδωλολατρική θρησκεία των Βουλγάρων, απέτυχε όμως, και απομακρύνθηκε από το θρόνο, στον οποίο αναβιβάστηκε ο νεότερος αδελφός του Συμεών (893-927), ο οποίος αναδείχτηκε ο μεγαλύτερος ηγεμόνας του μεσαιωνικού Βουλγαρικού κράτους. Κατά την πρώτη νεότητα του, είχε ζήσει στην Κωνσταντινούπολη, όπου σπούδασε την ελληνική γλώσσα και είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά το βυζαντινό πολιτισμό αλλά και την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και φιλολογία.
 
            Ο Πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός τον χαρακτηρίζει ανθρωποδίκαιο, ασκητικό και εγκρατή στις ηδονές και στην οινοποσία. Ο δε Λιουπράνδος, τον ονομάζει hemiargon= ημιαργείον, δηλαδή ημιέλληνα. Ομως, ο άνθρωπος αυτός όταν πήρε στα χέρια του την εξουσία διέψευσε όλους τους παραπάνω χαρακτηρισμούς γιατί ευθύς αμέσως άλλαξε τη βουλγαρική πολιτική απέναντι στο Βυζάντιο.
          Σύμφωνα με τις πληροφορίες των Βυζαντινών συγγραφέων, τα αίτια της πρώτης σύγκρουσης μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων ήταν οικονομικά και συγκεκριμένα η μετάθεση του τελωνειακού κέντρου του ελληνοβουλγαρικού εμπορίου από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη. Η μεταφορά αυτή έγινε για να ευνοηθούν έμποροι, φίλοι του πανίσχυρου Σ. Ζαούτση, του μετέπειτα πεθερού του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ'.
 
 

Συμεών Α' της Βουλγαρίας
 
            Τότε ο Συμεών υπερασπιζόμενος τα βουλγαρικά εμπορικά συμφέροντα, διαμαρτυρήθηκε προς τον αυτοκράτορα. Επειδή, όμως, οι διαμαρτυρίες του δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, ο Συμεών, το 894, κήρυξε τον πόλεμο κατά του Βυζαντίου, εισέβαλε στα βυζαντινά εδάφη (στη Θράκη), όπου νίκησε τα βυζαντινά στρατεύματα.
             Ο Λέων αντιμετωπίζοντας δυσκολίες στο αραβικό μέτωπο και μη διαθέτοντας επαρκείς στρατιωτικές δυνάμεις στα Βαλκάνια, ζήτησε τη βοήθεια των Ούγγρων, οι οποίοι κατοικούσαν τότε στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Δνείπερου και Δούναβη.
             Οι Ούγγροι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και αφού επιτέθηκαν κατά του Συμεών από πίσω, τον νίκησαν σε τρεις αλλεπάλληλες μάχες και κατέστρεψαν τα εδάφη της Βόρειας Βουλγαρίας.
             Εν τω μεταξύ, ο Βυζαντινός στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς κατέλαβε τη Νότια Βουλγαρία, ενώ ο ναύαρχος Ευστάθιος, απέκλεισε τις εκβολές του Δούναβη. Ο Συμεών αναγκάστηκε να υπογράψει ειρήνη με το Βυζάντιο (895-896). Δεν ήταν όμως ειλικρινής, γιατί σε λίγο άρχισε τον πόλεμο, αφού ζήτησε βοήθεια από τον πολεμικότατο λαό των Πατσινακών, που κατοικούσαν πέρα από το Δούναβη στις πεδιάδες της Νότιας Ρωσίας. Με τη βοήθεια τους κατόρθωσε ο Συμεών να νικήσει τους Ούγγρους και έπειτα να επιτεθεί και πάλι κατά των Βυζαντινών, οι οποίοι ηττήθηκαν στο Βουλγαρόφυγο της Θράκης (896) και αναγκάστηκαν να υπογράψουν συνθήκη ειρήνης με βαρείς φόρους.
 
          Στη συνέχεια, ο Συμεών εβάδισε προς τη Μακεδονία με μοναδικό σκοπό την αρπαγή και τη λεηλασία. Οι Βυζαντινοί αντιδρώντας εισέβαλαν στη Βουλγαρία και ανάγκασαν τον Συμεών να δεχτεί ειρήνη, η οποία υπογράφτηκε το 899-900.
 
            Μετά την άλωση και την καταστροφή της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς πειρατές το 904, για την οποία θα μιλήσουμε παρακάτω, οι Βούλγαροι προσπάθησαν ανεπιτυχώς να την καταλάβουν. Τον ίδιο χρόνο (904), ο Λέων Χοιροσφάκτης υπέγραψε τρίτη συνθήκη.
 
              Από το έτος αυτό μέχρι το 913, ο Συμεών δεν επεχείρησε επιδρομές γιατί ήταν απασχολημένος με άλλα ζητήματα.
 
 
Αλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς της Κρήτης το 904
 
 
Η άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς
 
           Ενα άλλο αξιόλογο γεγονός της εποχής του Λε'οντος του Σοφού, υπήρξε η άλωση και η καταστροφή της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς πειρατές της Κρήτης, με αρχηγό τον Ελληνα αρνησίθρησκο Λέοντα Τριπολίτη, ο οποίος με 54 μεγάλα πειρατικά πλοία έπλευσε προς τη Θεσσαλονίκη5, όπου έφτασε το πρωί της 29ης Ιουλίου του 904 και άρχισε αμέσως την πολιορκία της πόλης και από τη θάλασσα και από την ξηρά. Δυστυχώς όμως δεν είχε προετοιμαστεί συστηματικά η άμυνα της, γιατί οι στρατιωτικοί αρχηγοί διαφωνούσαν μεταξύ τους.
 
                Οι Θεσσαλονικείς, παρά το γεγονός ότι ήταν απειροπόλεμοι, αμύνθηκαν με γενναιότητα επί τρεις ημέρες (από τις 29 μέχρι τις 31 Ιουλίου του 904). Δεν μπόρεσαν να κρατήσουν περισσότερο, γιατί οι Σαρακηνοί πειρατές ήταν εμπειροπό-λεμοι και κατόρθωσαν να κάψουν τις πύλες της πόλης και να ρίξουν μέσα σ' αυτήν από τα κατάρτια των πλοίων τους πέτρες και βέλη, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν πανικό στους υπερασπιστές.
 
            Πολλοί από αυτούς τρέπονται σε φυγή. Οι επιδρομείς επωφελούνται και μπαίνουν στην πόλη. Ακολουθούν φοβερές σφαγές, λεηλασίες και αιχμαλωσίες, τις οποίες περιγράφει με παραστατικό τρόπο ο αυτόπτης μάρτυρας ιερέας Ιωάννης Καμενιάτης", ο οποίος έσωσε μεν τη ζωή του, αλλά σύρθηκε στην αιχμαλωσία.
 
              Δέκα μέρες μετά την καταστροφή, οι Σαρακηνοί ανεχώρησαν παίρνοντας μαζί τους ανυπολόγιστα λάφυρα και χιλιάδες αιχμαλώτους τους οποίους μετέφεραν πρώτα στην Κρήτη και από εκεί στην Τρίπολη της Συρίας και στη συνέχεια στην Ταρσό της Κιλικίας.
 
            Μεγάλος ήταν ο θρήνος για την καταστροφή της πόλης, η οποία υπήρξε μεγάλο πολιτιστικό και οικονομικό κέντρο της Αυτοκρατορίας και η σπουδαιότερη και πλουσιότερη πόλη της μετά την Κωνσταντινούπολη.
           Ο ίδιος ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ', έγραψε ένα θρηνητικό λόγο «εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης», ενώ ο Πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός θρήνησε την καταστροφή από τον Αμβωνα της Αγίας Σοφίας. Τα αποτελέσματα της καταστροφής της Θεσσαλονίκης ήταν πολύ σημαντικά για το Βυζάντιο:
 
             Ο Συμεών υποχρέωσε τους Βυζαντινούς να δεχτούν νέα οριοθέτηση των συνόρων. Ενα δεύτερο αποτέλεσμα ήταν ότι οι πληθυσμοί του Αιγαίου και των παράκτιων περιοχών της Μικράς Ασίας τρομοκρατήθηκαν. Και ένα τρίτο αποτέλεσμα, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε το γεγονός ότι οι Αραβες έγιναν πιο τολμηροί και με τις πειρατικές επιδρομές τους προκαλούσαν μεγάλες καταστροφές, ιδιαίτερα στα νησιά του Αιγαίου και στα παράλια.
 
 
Δεύτερη επιδρομή των Ρώσων κατά της Κωνσταντινουπόλεως (907)
 
 
              Ενα πολύ σημαντικό γεγονός της εποχής εκείνης, ήταν η δεύτερη επιδρομή των Ρώσων κατά της Κωνσταντινουπόλεως (το 907), η οποία δεν αναφέρεται από τους Βυζαντινούς συγγραφείς, αλλά από το ρωσικό χρονικό του Νέστορος.
 
              Αρχηγός της επιδρομής υπήρξε ο Ολέγ, ο οποίος οδήγησε τους Ρώσους με τα μονόξυλά τους διά του Βοσπόρου, μπροστά στην είσοδο του Κερατίου Κόλπου, ο οποίος φυλασσόταν με μια βαριά αλυσίδα που τους εμπόδισε να προχωρήσουν. Αναγκάστηκαν λοιπόν να υπογράψουν ειρήνη, σύμφωνα με την οποία: α) Επιτρεπόταν στους Ρώσους να εμπορεύονται στην Κωνσταντινούπολη, β) Απαγορεύταν η είσοδος σε περισσότερους από 50. γ) Απαγορεύταν να φέρουν μαζί τους οπλισμό και δ) Ηταν υποχρεωμένοι να διαμένουν στη συνοικία του Αγίου Μάμαντος, η οποία είχε οριστεί γι αυτό το σκοπό.
 
 
Τεταρτογαμία του Λέοντος
 
 
             Το ζήτημα της τεταρτογαμίας του Λέοντος του Σοφού, «απετέλεσεν», κατά τον Δ. Ζακυθηνό, «την αφετηρίαν μιας των σοβαροτέρων κρίσεων».
 
              Το χρονικό των τεσσάρων γάμων του Λέοντος ΣΤ', έχει ως εξής: Σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα του νυμφεύθηκε σε πολύ νεαρή ηλικία τη Θεοφανώ, η οποία υπήρξε σεμνή και ενάρετη. Μετά το θάνατο της (το Νοέμβριο του 897) τιμήθηκε από την Εκκλησία ως Αγία.
 
           Την άνοιξη του 898 νυμφεύθηκε την ερωμένη του (από παλαιότερα) Ζωή, την κόρη του συμβούλου του Στυλιανού Ζαούση, η οποία δηλητηρίασε προηγουμένως το σύζυγο της. Η ωραία Ζωή πέθανε στα τέλη του 899 χωρίς να αφήσει άρρενα απόγονο.
 
          Το καλοκαίρι του 900 ο Λέων ΣΤ' νυμφεύθηκε για τρίτη φορά, την Ευδοκία Βαϊανή, μια αρχοντοπούλα από τη Φρυγία.
 
          Ο τρίτος αυτός γάμος προκάλεσε ανοικτή ρήξη με την Εκκλησία. Το χείριστο για τον Λέοντα ήταν το ότι ο ίδιος είχε απαγορεύσει μερικά χρόνια νωρίτερα τον τρίτο γάμο.
 
       Ομως, η ατυχία του ήταν συνεχής. Η τρίτη σύζυγος του Ευδοκία Βαϊανή πέθανε στις 12 Απριλίου του 901 και ο Λέων έμεινε πάλι χήρος.
 
          Το έτος 905 απέκτησε γιο με την ωραία ερωμένη του Ζωή Καρβονοψίνα. Ηταν οπωσδήποτε ανάγκη να νομιμοποιηθεί η γέννηση του γιου του και διαδόχου του.
 
           Στις 9 Ιανουαρίου του 906 ο Λέων, κατά παράβαση θείων και ανθρώπινων νόμων τέλεσε τέταρτο γάμο με τη Ζωή Καρβονοψίνα, την οποία μάλιστα αναγόρευσε σε Αυγούστα.
 
          Η πράξη αυτή προκάλεσε την αντίδραση της εκκλησιαστικής ηγεσίας. Ο Πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός απαγόρευσε στον Λέοντα την είσοδο στην Αγία Σοφία. Ο Λέων, όμως, στράφηκε τότε στη Ρώμη και πέτυχε να πάρει άδεια από τον Πάπα Σέργιο Γ’. Ετσι εξανάγκασε τον Πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό να παραιτηθεί. Ομως ο σάλος δεν τελείωσε γιατί προκλήθηκε νέα ρήξη μέσα στην Εκκλησία και αναζωπυρώθηκε το μίσος ανάμεσα στις εκκλησιαστικές παρατάξεις.
             Τέλος, ο αυτοκράτορας υπερίσχυσε. Στις 15 Μαΐου του 908 έστεψε αυτοκράτορα το γιο του Κωνσταντίνο. Η έριδα συνεχίστηκε και μετά την απομάκρυνση του Πατριάρχη και μετά το θάνατο του Λέοντα ΣΤ' στις 12 Μαΐου του 912. Τελικά επικράτησαν οι απόψεις της Εκκλησίας. Το 924 συνεκλήθη τοπική Σύνοδος, η οποία απαγόρευσε, χωρίς καμία εξαίρεση, την τεταρτογαμία.
 
 
Αλέξανδρος Α' (912-913) ο Ασωτος
 

Ο Αλέξανδρος, μωσαϊκό στην Αγία Σοφία, Κωνσταντινούπολη
 
               Μετά το θάνατο του Λέοντος ΣΤ' ανέλαβε τη βασιλεία ο αδελφός του και συναυτοκράτοράς του Αλέξανδρος (912-913), (παραγκωνισμένος μέχρι τότε) μαζί με τον ανήλικο ανιψιό του Κωνσταντίνο που ήταν επτά χρόνων. Ο Αλέξανδρος υπήρξε επιπόλαιος και φιλήδονος. Ο Hein Gelzer τον χαρακτηρίζει ελεεινότατο. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λέοντος ο Αλέξανδρος είχε απομακρυνθεί από την εξουσία και είχε στραφεί στις διασκεδάσεις και στις ηδονές.
               Η αντίθεση του με τον αδελφό του σιγά σιγά έγινε μίσος εναντίον του, το οποίο τώρα εκφράζεται με την καταδίωξη των συμβούλων και φίλων του Λέοντος.
 
             Ο Αλέξανδρος έτρεφε αντιπάθεια και προς τη Ζωή Καρβουνοψίνα την οποία απομάκρυνε από την εξουσία και την έκλεισε σε μοναστήρι. Συγχρόνως αναμίχθηκε και στα εκκλησιαστικά πράγματα: καθήρεσε από τον πατριαρχικό θρόνο τον Ευθύμιο και επανέφερε τον Νικόλαο Μυστικό (912-925). Ακόμα και τον ναύαρχο Ημέριο έκλεισε σε μοναστήρι-φυλακή.
 
               Αλλά και στην εξωτερική πολιτική ο Αλέξανδρος πολιτεύτηκε με επιπολαιότητα. Αρνήθηκε να καταβάλει στους Βουλγάρους τα χρήματα που είχαν αναγκαστεί να πληρώνουν σ’ αυτούς οι Βυζαντινοί σύμφωνα με τη Συνθήκη του 896.
 
           Η στάση αυτή του αυτοκράτορα είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση της μεταξύ των δύο κρατών ειρήνης. Ο Συμεών βρήκε την ευκαιρία να ξαναρχίσει τον πόλεμο κατά του Βυζαντίου. Ετσι είχαν τα πράγματα όταν στις 6 Ιουνίου του 913 πέθανε ο Αλέξανδρος μετά από σύντομη βασιλεία 13 μηνών. Ευτυχώς για την αυτοκρατορία ο Αλέξανδρος πέθανε πριν προφθάσουν να επέλθουν τα δεινά που προκάλεσε η έλλειψη σύνεσης που τον χαρακτήριζε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου